Το θέατρο είναι η καλύτερη ενσάρκωση της άλλης σκηνής
Andr
é Green

25 May 2010

Ψυχαναλυτική Δραματοθεραπεία σε ατομικές συνεδρίες

(Προκύπτει από την ανακοίνωση που παρουσιάστηκε στο 2ο Πανελήνιο Συνέδριο "Τέχνη και Ψυχιατρική", (20-23 Μαΐου 2010) υπό τον τίτλο: Η μέθοδος της Ατομικής Δραματοθεραπείας).

-->
Οι περισσότερες από τις ψυχοθεραπευτικές μεθόδους  εφαρμόζονται τόσο στο ατομικό όσο και στο ομαδικό επίπεδο. Ωστόσο, οι περισσότερες από αυτές πρωτοεμφανίζονται   στο ένα για να επεκταθούν και στο άλλο και αντίστροφα. Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που επιδρούν πάνω στην αρχική μήτρα γέννησης μίας μεθόδου.
Η ψυχαναλυτική μέθοδος για παράδειγμα ξεκινάει από το ατομικό πλαίσιο για να περάσει μετά από πολλά χρόνια στο ομαδικό. Στην περίπτωση της ψυχανάλυσης, η αφετηρία από την ατομική πρακτική φαίνεται να επηρεάστηκε από την ιατρική ταυτότητα του ιδρυτή της. ΄Ισως τα πράγματα να ήταν διαφορετικά αν ο Φρόυντ ήταν για παράδειγμα κοινωνιολόγος ή οικονομολόγος.
Στην περίπτωση της  δραματοθεραπευτικής μεθόδου η αρχική μήτρα ήταν η ομάδα. Και εδώ φαίνεται να επιδρά η ταυτότητα των πιονέρων της δραματοθεραπείας, που ήταν ηθοποιοί, ανθρωπολόγοι, σκηνοθέτες, και σε δεύτερο χρόνο επαγγελματίες του χώρου ψυχικής υγείας. Από την άλλη, το ίδιο το μέσο της μεθόδου, το θέατρο,  είναι η κατεξοχήν κοινωνική τέχνη, αν την συγκρίνουμε με άλλες τέχνες, πιο μοναχικές, που χρησιμοποιούνται από άλλες μεθόδους διαμεσολάβησης , όπως η ζωγραφική στην εικαστική θεραπεία, ή η συγγραφή στην δημιουργική γραφή κ.ά. Εδώ αναφέρομαι στην τέχνη καθεαυτή και όχι στη χρήση της γιατί η ομαδική κατασκευή ενός πίνακα ή η ομαδική συγγραφή μίας ιστορίας αποτελούν ομαδικές δραστηριότητες που απαιτούν συνεργασία και ομαδικότητα.
Στην πράξη βλέπουμε ότι σε κάποιες περιπτώσεις/περιστατικά, το ομαδικό δραματοθεραπευτικό πλαίσιο ή δεν λειτουργεί ή δεν το ακολουθούν οι συγκεκριμένοι πελάτες. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα ψυχοπαθολογιών, όπως είναι αυτό της κοινωνικής φοβίας, του αυτισμού κ.ά. Ανάλογη είναι και η άποψη του Brudenell (1987) που προτείνει τη χρήση των ατομικών συνεδριών της δραματοθεραπείας όταν οι αναπτυξιακές και συναισθηματικές ανάγκες του πελάτη κάνουν τη δουλειά στην ομάδα ακατάλληλη.
Ακόμη όμως και στην περίπτωση της ομάδας, η εμπειρία δείχνει ότι διευκολύνεται η ένταξη και προσαρμογή σ’αυτήν, όταν το κάθε μέλος έχει ήδη εμπειρία δραματοθεραπευτική με ατομικές συνεδρίες πριν.  Αυτό συμβαίνει κυρίως για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί έχει προηγηθεί η γνωριμία με τον θεραπευτή και η σχέση αυτή έχει λειτουργήσει έχοντας αναπτυχθεί ένα αίσθημα εμπιστοσύνης. Κυρίως όμως γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι που καταφθάνουν για θεραπεία, δεν έχουν προηγούμενη εμπειρία από τη δραματοθεραπευτική πρακτική. Το αποτέλεσμα αυτού του περάσματος, στις περιπτώσεις που συμβαίνει, είναι πολύ θετικό για όλους τους συντελεστές. Πρώτα για το κάθε μέλος, που εντάσσεται πιο ομαλά στην ομαδική κατάσταση, αλλά και για την ομάδα και τον θεραπευτή που δεν έρχονται το ίδιο συχνά σε επαφή με τα τόσο διαταρακτικά drop outs. Έτσι διαφυλλάσσεται η συνοχή της ομάδας και αναπτύσσεται μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στη λειτουργία της.
Φυσικά, όπως και το πέρασμα της ατομικής ψυχαναλυτικής πρακτικής στην ομαδική, έτσι και με το αντίστροφο πέρασμα της ομαδικής δραματοθεραπείας στην ατομική, απαιτείται μία θεωρητική και μεθοδολογική αναπροσαρμογή. Με άλλους κανόνες συστημικούς και δυναμικούς λειτουργεί η ομάδα και με άλλους η ατομική θεραπεία. Αλλά  και οι  τεχνικές που χρησιμοποιούμε διαφοροποιούνται στην κάθε συνθήκη (ομαδική ή ατομική).
Ας δούμε λοιπόν αυτά τα θέματα επιστεμολογικού χαρακτήρα που αφορούν στη θεωρία αλλά και στη πρακτική της ατομικής εφαρμογής της μεθόδου.
Είναι αρκετοί οι ψυχοθεραπευτές διαφορετικών μεθόδων που αποφασίζουν να εισάγουν μέσα στη θεραπευτική τους πρακτική τεχνικές διαμεσολάβησης. Είναι πια σίγουρο ότι αυτές μπορούν να βοηθήσουν στην κατανόηση, τη διάγνωση αλλά και τη θεραπεία των προβλημάτων των πελατών. Πώς όμως εισαγάγονται αυτές οι τεχνικές;
Σε αυτό το σημείο, θα ήθελα να αναφερθώ στη σημασία του πλαισίου. Πολλοί θεραπευτές , μία άποψη που επίσης ενστερνίζομαι, θεωρούν ότι το πλαίσιο αποτελεί τη μισή θεραπεία. Η έννοια της σταθερότητας συνδέεται με την αίσθηση της ασφάλειας κι ένα καλά δομημένο πλαίσιο διευκολύνει, μ’αυτόν τον τρόπο, τη λειτουργία της θεραπευτικής πράξης. Το πλαίσιο που ορίζεται κατά την πρώτη συνεδρία, διασφαλίζει τον πελάτη, αλλά και τον θεραπευτή.  Εφόσον είναι καλά καθορισμένο, μετά τη σύμβαση, ξέρουν και οι δύο πλευρές τον τρόπο της ψυχοθεραπευτικής δουλειάς. Αποφεύγεται έτσι η απόλυτη εξουσία του θεραπευτή πάνω στον θεραπευόμενο, που παρόλο που εκείνος ξέρει πώς μπορεί να τον βοηθήσει να πετύχει την ψυχική αλλαγή που θα τον οδηγήσει στην απελευθέρωση από το μάταιο πόνο, δεν μετατρέπεται σε γκουρού.
Σκοπός κάθε θεραπείας είναι και η ψυχική ανάπτυξη του ανθρώπου που προσέρχεται στο γραφείο μας. Ενώ η σχέση γκουρού-δασκάλου και μαθητή δεν έχουν ισότητα ως προς το στάτους τους, θεραπευτής και θεραπευόμενος πρέπει να είναι ισότιμοι. Ακόμη και στις δύο αυτές λέξεις που συχνά χρησιμοποιούμε για τους πρωταγωνιστές της θεραπευτικής πράξης, ο ένας είναι ορισμένος στην ενεργητική φωνή (θεραπευ-τής) ενώ ο άλλος στην παθητική (θεραπευ-όμενος). Γιαυτό και συχνά προτιμώ την έννοια του πελάτη, που κι αυτή πάσχει γιατί είναι ιδεολογικά φορτισμένη μέσα στο κλίμα της αγοράς. Στην ουσία δεν έχουμε λέξεις-έννοιες που να δείχνουν αυτή την ισότητα μεταξύ των δύο φορέων και ίσως θά’πρεπε να τις εφεύρουμε. Το καλά καθορισμένο πλαίσιο μπορεί να συμβάλλει σ’αυτή την έννοια της ισότητας μεταξύ των δύο. Πρόκειται για μία πολιτική της ψυχοθεραπείας που ο καθένας είτε αποδέχεται ιδεολογικά είτε όχι.
Έτσι λοιπόν, όταν ο θεραπευτής αποφασίζει στη μία συνεδρία να εισάγει τεχνικές διαμεσολάβησης και στην άλλη όχι, τότε διαταρράσσεται ο σεβασμός στην ισότητα του με τον πελάτη του. Είναι αυτός που αποφασίζει παντοδύναμα  για έναν πελάτη με παιδικά χαρακτηριστικά που πρέπει να συμμορφωθεί. Κατά τη γνώμη μου, αν αποφασίσουμε να δουλέψουμε με τεχνικές διαμεσολάβησης και πιο συγκεκριμένα με τη μέθοδο της δραματοθεραπείας, τότε θα πρέπει σε κάθε συνεδρία να υπάρχουν δραματοθεραπευτικές τεχνικές, το ίδιο άλλωστε και στην ομάδα. Πιστεύω στον πειραματισμό και δοκιμή νέων μοντέλων, αλλά όλα αυτά θα πρέπει να είναι καλά καθορισμένα από το αρχικό συμβόλαιο και διατυπωμένα με σαφήνεια.
Επιπροσθέτως, σ’ένα μη καθορισμένο πλαίσιο κινδυνεύει και ο ίδιος ο θεραπευτής από τις δικές του παρορμήσεις. Ενδέχεται, δηλαδή, ασυνείδητα, όποτε αισθάνεται άβολα, επιθετικά, βαριέται, να προτείνει στον πελάτη του να πράξει μία δράση. Πώς μπορεί να διασφαλίσει κανείς ότι αυτό δεν αποτελεί μία εκδραμάτιση του ίδιου του θεραπευτή αντιμεταβιβαστικού χαρακτήρα, ή, με άλλα λόγια,  ότι το ζητούμενο acting in του πελάτη δεν προκύπτει από το acting out του δραματοθεραπευτή;
Η ίδια η θεραπεία, όποιο πλαίσιο κι αν ακολουθεί και όποιας θεωρητικής προέλευσης κι αν είναι, προσφέρει ένα ιδιότυπο σκηνικό. Μπορεί να έχει ντιβάνι και ο άνθρωπος να είναι ξαπλωμένος και να μιλάει, μπορεί να κάθεται σε καρέκλα ή στο πάτωμα. Να φοράει παπούτσια ή να είναι ξυπόλητος. Ο θεραπευτής μπορεί να είναι σιωπηλός ή παρεμβατικός. Σε κάποιες σχολές επιτρέπεται ο θεραπευτής να συμμετέχει σε εξωτερικές, από τη συνεδρία, δραστηριότητες με τον θεραπευόμενο και να του δίνει πληροφορίες για την προσωπική του ζωή ενώ σε άλλες απαγορεύεται ή αντενδείκνυται.
Στην δραματοθεραπεία έχουμε θεραπευτές με διαφορετικές επιρροές. Άλλος έχει επιρροές από το γνωσιακό/συμπεριφοριστικό μοντέλο, άλλος από την Γκεστάλτ, άλλος από τις ψυχοδυναμικές θεωρίες κι άλλος από το μοντέλο της συμβουλευτικής.
Όποια κι αν είναι η θεωρητική επιρροή του δραματοθεραπευτή, τόσο στο πλαίσιο των ατομικών όσο και των ομαδικών συνεδριών προτείνει μέσω της μεθόδου του την εισαγωγή της θεατρικής σκηνής. Μπορεί η πραγματική ζωή να μοιάζει με το θέατρο, όπως μας έλεγε ο Goffman, αλλά και το θέατρο μοιάζει με την πραγματική ζωή. Η διαμεσολάβηση του δράματος  είναι αυτή που δίνει την ιδιαίτερη ταυτότητα στη δραματοθεραπευτική μέθοδο, αλλά και στο ψυχόδραμα, παρόλο που έχουν μεταξύ τους αρκετές διαφορές τόσο στην πρακτική όσο και στη θεωρία.
Το ατομικό πλαίσιο που ακολουθώ,  έχει δανειστεί πολλές παραμέτρους από την ψυχαναλυτική μέθοδο και μοιάζει σε πολλά στοιχεία με αυτό της ομάδας. Ο χρόνος των συνεδριών περιορίζεται στα πενήντα λεπτά σε αντίθεση με τον χρόνο της μιάμισης (για άλλους θεραπευτές δύο) ωρών της ομάδας. Εξακολουθεί όμως να είναι σταθερά καθορισμένος στον χρόνο και τον τόπο. 
Η συνεδρία χωρίζεται σε τρία βασικά μέρη και επιτελείται σε δύο χώρους. Αυτοί οι δύο χώροι περιγράφονται από το Landy (1993) ως ο  χώρος της φαντασίας,  που αποτελεί πηγή του ασυνειδήτου, και ο χώρος της πραγματικότητας, αυτός της  γειωμένης καθημερινής ζωής.  Στην ατομική δραματοθεραπευτική διαδικασία, όπως και στην ομαδική, οι δύο αυτοί χώροι ο συμβολικός και ο πραγματικός σχετίζονται με τον χώρο εντός και τον χώρο εκτός σκηνής.  Η ύπαρξη των δύο αυτών χώρων, μας βοηθά επίσης να επιβεβαιώσουμε διαγνωστικές υποθέσεις παρέχοντας μας μεγάλο πλούτο πληροφοριών.
Ξεκινάμε από το γραφείο του θεραπευτή, όπως στις περισσότερες παραδοσιακές ψυχοθεραπευτικές μεθόδους. Σ’αυτό το πρώτο μέρος, ο πελάτης μπορεί να πει ό,τι θέλει. Το μόνο μέσο που έχει εδώ είναι ο λόγος αποκλειστικά. Ό,τι λέγεται είναι σημαντικό. Είναι το επιλεγμένο υλικό από όλη την εβδομάδα και ως τέτοιο πρέπει να το λαμβάνουμε υπόψη, ακόμη κι αν φαινομενικά φαίνεται να είναι ασήμαντο. Αυτό το υλικό αποτελεί την πρώτη ύλη για την δράση που θα προταθεί μετά.
Η δράση που καταλάβει και το μεγαλύτερο τμήμα της συνεδρίας θα τελεστεί πάνω στη σκηνή, ακόμη κι αν πρόκειται για μία δραστηριότητα εικαστική, όπως είναι η κατασκευή μίας μάσκας. Η αλλαγή του χώρου στο πραγματικό, βοηθά στην κατανόηση της διαφοροποίησης του πραγματικού και του φανταστικού. Όταν ανεβαίνουμε στη σκηνή παίζουμε, κολυμπάμε στα νερά του ασυνειδήτου και του φαντασιακού για να ξαναγειωθούμε όταν θα κατέβουμε από τη σκηνή.
Το τέλος της συνεδρίας  χαρακτηρίζεται από ένα είδος απομάγευσης. Η γείωση στο πραγματικό συνοδεύεται από την αποκωδικοποίηση της ενδραμάτισης. Ο θεραπευτής προτείνει ή οδηγεί τον πελάτη στην ανεύρεση του νοήματος. Οι γέφυρες μας για την πρόσβαση στο κρυφό νόημα είναι τα συναισθήματα που υπάρχουν ή υπήρχαν στη σκηνή και οι δράσεις ή τα προϊόντα τους που είναι φορείς συμβόλων.
 Στην ομάδα, ο θεραπευτής είναι ο leader, αυτός που προτείνει τις συμβολικές πράξεις  που η ομάδα ή κάποια μέλη της εκτελούν στη δραματοθεραπευτική σκηνή. Εκείνος ή δεν παρεμβαίνει, ή παρεμβαίνει μόνο για να διευκολύνει δραματουργικά (όταν για παράδειγμα δεν καταλαβαίνουν τα μέλη της ομάδας πώς πρέπει να εκτελέσουν μία δράση που τους έχει προταθεί).  Η καλή λειτουργία της ομάδας αλλά και η κατανόηση των φαινομένων της από τα μέλη της ανήκουν επίσης στις αρμοδιότητές του. Οι ερμηνείες του θεραπευτή δεν αναφέρονται τόσο στο ατομικό του κάθε μέλους όσο στη λειτουργία της ομάδας.
Στην ατομική δραματοθεραπεία, ο θεραπευτής προτείνει ερμηνείες που αναφέρονται στο ασυνείδητο περιεχόμενο του ψυχισμού του πελάτη του, είτε αυτό αφορά στο υποκειμενικό, είτε στο διυποκειμενικό, δηλαδή τη σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ τους στο «εδώ και τώρα» της θεραπείας. Πάντως, κάτι που πρέπει να αποσαφηνίζεται ήδη από την αρχή του συμβολαίου είναι ότι αυτές  οι ερμηνείες σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να θεωρηθούν θέσφατες κι ότι απορέουν σε ένα μεγάλο βαθμό και από τις προσωπικές προβολές του θεραπευτή. Αν η εκάστοτε ερμηνεία αγγίζει την ψυχική αλήθεια του πελάτη, τότε αυτή αναγνωρίζεται.
Ο ρόλος του δραματοθεραπευτή ως διευκολυντή, γίνεται πιο σημαντικός στην ατομική  θεραπεία. Είναι συχνά ο συμπρωταγωνιστής του θεραπευομένου πάνω στη σκηνή, όταν χρειάζεται να παιχτεί μία δράση που έχει ως θέμα τις διυποκειμενικές σχέσεις.
Όπως  στην ψυχανάλυση ο αναλυόμενος  χρησιμοποιεί το Εγώ του αναλυτή, έτσι και  στην ατομική δραματοθεραπευτική πράξη.  Είναι σαφές εξαρχής ότι όταν ανεβαίνουμε στη σκηνή παίζουμε, μπαίνουμε στον κόσμο του δυνητικού όπου ο καθένας μπορεί να μεταμορφωθεί από πέτρα ως θεός ή ήρωας παραμυθιού. Στη σκηνή ο βασικός σκηνοθέτης και γενικότερα επιμελητής είναι συνήθως ο θεραπευόμενος. Η σκηνή της δραματοθεραπείας αποκτά όλα τα δημιουργικά στοιχεία της ανάλογης θεατρικής. Μας ενδιαφέρει το αισθητικό αποτέλεσμα, για να μεγαλώσουμε την απόσταση μέσω της αισθητικής και να πλανέψουμε τη λογοκρισία, προκειμένου να εδηλωθεί το ασυνείδητο.
Όταν κατεβαίνουμε από τη σκηνή ανακτούμε τις πραγματικές μας ταυτότητες και επιστρέφουμε κανονικά στους πραγματικούς ρόλους αυτούς του δραματοθεραπευτή και του πελάτη.
Η δραματοθεραπευτική μέθοδος δανείζεται πολλά χαρακτηριστικά από την τελετουργία. Ο χαρακτήρας αυτός ενδυναμώνεται όταν η ίδια η συνεδρία περιλαμβάνει τέτοια χαρακτηριστικά και ως περιέχουσα. Τα τελετουργικά χαρακτηριστικά της συνεδρίας ως περιέχουσας είναι η σημασία που δίδεται στα περάσματα (από τη φάση του λόγου σ’αυτή της δράσης και η επιστροφή στη φάση του λόγου για να επέλθει η συνείδηση), στην επανάληψη (κρατείται σταθερό το πλαίσιο, όπως τονίσαμε και παραπάνω). Αλλά και στο επίπεδο του περιεχομένου, ο τελετουργικός  χαρακτήρας είναι παρών από την αναζήτηση της εμπειρίας της έκστασης (κατάστασης που στην πιο συνηθισμένη της μορφή κατά τη δραματοθεραπεία αναφέρεται στο γεγονός ότι ο πελάτης βγαίνει από το Εγώ του για να μπει στον ρόλο κάποιου άλλου), της σημασίας της μεταμφίεσης και της χρήσης των αντικειμένων που συμβολοποιούνται και της κάθαρσης (μέσω της εκφόρτισης των συναισθημάτων αλλά και ανεύρεσης άλλων σχημάτων συμπεριφοράς πιο λειτουγικών).   
Tα περάσματα ανάμεσα στις τρεις φάσεις της δραματοθεραπευτικής συνδερίας διευκολύνονται από τεχνικές θεάτρου, που τονίζουν αυτή την διάκριση μεταξύ πραγματικού και φανταστικού, κάτι που είναι πολύ απαραίτητο για όλους τους πελάτες, ιδιαίτερα όμως για τους ψυχωσικούς στους οποίους τα δύο βρίσκονται σε σύγχυση. Οι τεχνικές αυτές έχουν να κάνουν με τα τρία κουδούνια που σηματοδοτούν την έναρξη της θεραπευτικής παράστασης, ανάλογα με τα τρία κουδούνια του θεάτρου. Χρησιμοποιείται επίσης η εναλλαγή του φωτός και του σκοταδιού καθώς και άλλοι φωτισμοί κατά την ώρα της δράσης. Η μεταμφίεση και η κατασκευή σκηνικών. Συνήθως η δράση παύει όταν ο πελάτης-δράστης το κοινωνεί με μία συμβολική κίνηση, όπως είναι το πάγωμα της σκηνής. Τέλος, μία τελετουργία πολύ σημαντική που εφαρμόζουμε για την κάθοδο από τη σκηνή και την επαναφορά στην πραγματικότητα και τον χώρο του γραφείου, είναι το τίναγμα του ρόλου που επιτυγχάνεται με διάφορες τεχνικές.
Στην ατομική πρακτική η χρήση της τελετουργίας γίνεται ακόμη πιο σημαντική, αφού είναι ο ίδιος ο θεραπευτής που παίζει με τον πελάτη πάνω στη σκηνή και όχι ένα άλλο μέλος της ομάδας. Η τελετουργία βοηθάει στην αποφυγή της σύγχυσης που θα μπορούσε να υπάρχει από τους διαφορετικούς ρόλους που έχει ο θεραπευτής εντός και εκτός σκηνής.
Τέλος, πρέπει να αναφερθώ σε μία βασική παράμετρο κάθε θεραπείας, είτε πρόκειται για ατομική ή ομαδική. Πρόκειται για τα μεταβιβαστικά και αντιμεταβιβαστικά φαινόμενα που εμφανίζονται κατά τη διαδικασία. Η δυναμική της ατομικής συνεδρίας εμφανίζει άλλου τύπου μεταβίβαση από την ομαδική και θα έλεγα ότι η ψυχαναλυτική βιβλιογραφία είναι πολύ πλούσια ως προς αυτό το θέμα. Για τον λόγο αυτό θα περιοριστώ να επισημάνω ότι στην ατομική συνεδρία στη θέση του θεραπευτή παρεμβαίνουν φαντασιακά οι σημαντικοί άλλοι του πελάτη, κυρίως όμως οι δύο γονείς που εναλλάσσονται ανάλογα με τη στιγμή που σχετίζεται με τη θεραπευτική λειτουργία του θεραπευτή. Στην ομάδα, ο θεραπευτής αντιπροσωπεύει μέσω της μεταβίβασης κυρίως τον πατέρα, καθώς η ίδια η ομάδα αναλαμβάνει να αντιπροσωπεύσει τη μητέρα.
Αυτό που αλλάζει σημαντικά όμως στις μεταβιβαστικές, αλλά και στις αντιμεταβιβαστικές, εκδηλώσεις, όταν δουλεύουμε με τη δραματοθεραπευτική μέθοδο είναι ότι αυτές εμφανίζονται και πάνω στη σκηνή, ή στο συμβολικό προϊόν που παράγεται. Πέρα δηλαδή από την αναφορά τους στην ατομική ψυχική πραγματικότητα, γίνεται και ασυνείδητη αναφορά  και στο διυποκειμενικό, στη σχέση του μαζί μας και κατ’επέκταση στη σχέση με τα γονεϊκά imagos. Αυτές τις πληροφορίες  καλούμαστε να αναδείξουμε και να επεξεργαστούμε κατά τη διάρκεια της συνεδρίας. Η ανάλυση της μεταβίβασης βοηθάει πολύ στην ψυχική αλλαγή, καθώς εμφανίζεται η επίδραση του οικείου σχήματος σχέσης, αυτής που έχει μάθει από την οικογένεια κάποτε, που λειτουργεί ως παραμορφωτικός φακός στην αντίληψη του εαυτού και των σχέσεων με τους άλλους.
Στο μοντέλο αυτό ατομικής δραματοθεραπείας που σας παρουσίασα είναι σαφείς  οι επιδράσεις από τη ψυχαναλυτική μέθοδο. Εντούτοις, η ύπαρξη των δύο χώρων (πραγματικού και φανταστικού) καθώς και η χρήση κι άλλων συμβόλων πέρα των λέξεων, βοηθάει στην γρηγορότερη αλλαγή από αυτή που επιτυγχάνει η ψυχαναλυτική αλλά και άλλες μέθοδοι. Η  διαμεσολάβηση του θεάτρου λειτουργεί, εκτός των άλλων, και ως σκηνή αποκάλυψης στα πλαίσια της ψυχοθεραπευτικής -->συνεδρίας, ως  ένα άλλο είδος θεάτρου εν θεάτρω, προκειμένου να αποκαλυφθεί το ασυνείδητο, όπως συνέβη με το σκάρφισμα του Άμλετ για την αποκάλυψη της αλήθειας στο Σαιξπηρικό δράμα.

Βιβλιογραφία
Bouzoukis, C., E., (2001), «Pediatric Dramatherapy: They Couldn't Run, So They Learned to Fly», London: Jessica Kingsley Publisher. 
Brudenell , P. (1987), «Dramatherapy with people with a mental handicap», in Dramatherapy Theory and Practice for Teachers and Clinicians, Ed. S. Jennings, London: Routledge.      
Goffman, E., (1956), «The presentation of self in everyday life»,  New York: Doubleday.
Jennings, S.,  Cattanach, A.,   Mitchell, S.,  Chesner, A., Meldrum, B.,  (1994),  «The Handbook of Dramatherapy»,  New York: Routledge.               
Landy, R., (1993), «Persona and performance: The meaning of Role in Drama, Therapy and Everyday Life», New York: Guilford Press.       
Σταύρου, Δ., (2010), «Πολυ-διαμεσολαβήσεις: Η ρήξη και ο συνδυασμός μεθόδων στη θεραπεία και την επιμόρφωση», στο «Υπερνεωτερικό Υποκείμενο», Eπιμ. Κλ. Ναυρίδης, Ν. Χριστάκης, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Σταύρου Δ., «Η αξιοποίηση της μεταφοράς στη θεραπεία ενός περιστατικού με κρίσεις πανικού, μέσω της μεθόδου της ατομικής δραματοθεραπείας (Case Study)», Πρώτο Πανελλήνιο Συνέδριο Ένωσης Δραματοθεραπευτών και Παιγνιοθεραπευτών Ελλάδας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Μάιος 2007, διαθέσιμο: http://drama-mediation.blogspot.com/2007/11/h-case-study.html.