Το θέατρο είναι η καλύτερη ενσάρκωση της άλλης σκηνής
Andr
é Green

28 November 2010

Ο μεταβατικός χαρακτήρας της ομάδας (Το παράδειγμα της δραματοθεραπείας)

(Ανακοίνωση στο 1ο Διεθνές συνέδριο Ψυχανάλυση και Ομάδα, Αθήνα, 11-14 Νοεμβρίου 2010)

Η ψυχοθεραπεία αποτελεί η ίδια ως διαδικασία μία μετάβαση αφού σηματοδοτεί την αλλαγή από μία κατάσταση όπου υπάρχει πόνος, συνήθως μάταιος,  σε μία νέα όπου το άτομο θα βγει απαλλαγμένο από αυτόν.  Αυτή η λειτουργία της θεραπείας δεν σχετίζεται με κάποια θεωρία συγκεκριμένη, αφού η αλλαγή αποτελεί τη βασική επιδίωξη αλλά και την ουσία της.  Έτσι, η θεραπεία, όταν είναι πετυχημένη, λειτουργεί σαν μια γέφυρα που επιτρέπει τη μετάβαση από τη μία κατάσταση στην άλλη.
Στην ψυχανάλυση, η θεωρία του μεταβατικού ανήκει στο ρεύμα των θεωριών της αναπτυξιακής ψυχολογίας που έστρεψε το ενδιαφέρον των ψυχαναλυτών από το ενδοατομικό (θεωρία της λίμπιντο κ.ά.) στο διυποκειμενικό (Κλαϊνική θεωρία κ.ά.) δίνοντας έμφαση  στην αλληλεπίδραση ατόμου-περιβάλλοντος.  Ενδεικτική πάνω στο θέμα είναι η επισήμανση του D. Winnicott, την εποχή που εμφάνιζε τη θεωρητική του πρόταση, όταν έλεγε ότι η πολιστιμική εμπειρία δεν είχε ακόμη βρει την κατάλληλη θέση της στη θεωρία και πρακτική των ψυχαναλυτών.
Στην πραγματικότητα αυτή η στροφή στη θεώρηση του ανθρώπινου ψυχισμού, την οποία ενστερνίστηκε και ο Freud στον 20ο αι., αποδεχόμενος την αξιοποίηση της μεταβίβασης στην ανάλυση, θα λέγαμε ότι μεταθέτει την έμφαση από το βιολογικό στο κοινωνικό, ανοίγοντας τον δρόμο στην αλλαγή που μπορεί να επέλθει μέσω της ψυχοθεραπείας. Γιατί το βιολογικό ως έμφυτο δεν δύναται να αλλάξει παρά  μόνο, ίσως, με τεχνητούς τρόπους, ενώ η περίπτωση του κεκτημένου φαίνεται να είναι πιο δεκτική στην αλλαγή.  Υπό αυτή την έννοια, θα λέγαμε ότι οι θεωρίες  για το μεταβατικό δίνουν μια πνοή αισιοδοξίας στην ψυχοθεραπεία καθώς καθιστούν την αλλαγή περισσότερο εφικτή.
Σήμερα, η  έννοια του μεταβατικού (είτε αυτή αναφέρεται σε χώρο, ιδιότητα, αντικείμενο, φαινόμενο, εμπειρία, δραστηριότητα, υποκείμενο, κατάσταση, σχέση, διαδικασία, διαψυχική αλληλεπίδραση, λειτουργία, συμπεριφορά, επιθυμία, συμμαχία) είναι πια στενά συνδεδεμένη με  τη θεραπεία.
Στην περίπτωση της ομαδικής ψυχοθεραπείας η έννοια της μετάβασης είναι περισσότερο περίπλοκη από ό,τι στην ατομική διαδικασία καθώς προστίθενται κι άλλα στοιχεία-κόμβοι δημιουργώντας ένα μεγαλύτερο σύστημα. Και δεν θα μπορούσε κάθε συζήτηση για το μεταβατικό φαινόμενο να μην διακατέχεται από ένα συστημικό πρίσμα.
Το περιβάλλον της ομαδικής ψυχοθεραπείας είναι ένα περιβάλλον με ιδιαίτερα, θα λέγαμε παράδοξα, στοιχεία και είναι ακριβώς αυτά που επιτρέπουν την εμφάνιση του μεταβατικού φαινομένου. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν συμβαίνουν μεταβατικά φαινόμενα και σε άλλες συνθήκες. Μόνο που ο χαρακτήρας της θεραπευτικής αναλυτικής ομάδας βοηθάει στο να μεγενθυθούν και φυσικά να γίνουν μέρος της συνείδησης.
Έτσι το  περιβάλλον της ομάδας είναι κλειστό, τα μέλη δεν γνωρίζονται από πριν, τους αποτρέπουμε από τις επαφές εκτός ομάδας κι ο θεραπευτής αν και παρών πάντα είναι κάποιος ο οποίος δεν αναφέρεται ποτέ στον εαυτό του άμεσα ή έμμεσα. Αυτό το περιβάλλον που μοιράζεται από όλα τα μέλη αποκτά ένα νόημα για το καθένα ξεχωριστά αλλά και ένα νόημα για όλη την ομάδα ως αυτόνομη οντότητα.
Στην ψυχαναλυτική ομαδική συνεδρία, το γαϊτανάκι των συνειρμών είναι ένα νήμα που ξετυλίγεται από όλη την ομάδα και είναι αυτός ο κοινός συνειρμός, και αυτό το μαζί,  που κατασκευάζουν τελικά το κοινό νόημα.
Ο Green (1978) αναφέρει σ’αυτό το σημείο ότι οι σκέψεις κατασκευάζονται από την αλληλεπίδραση της ομάδας ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που το μεταβατικό αντικείμενο κατασκευάζεται ως τέτοιο στο παιδί παρουσία της μητέρας.  Όπως το αρκουδάκι   έτσι και η ομάδα ως μεταβατικό αντικείμενο προσλαμβάνει στοιχεία μυθολογικά και συμβολικά και τα μέλη κινούνται μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας. Για τον Anzieu (1980) η έννοια της ομάδας-αντικειμένου αρθρώνεται ως σύστημα μέσα στο οποίο το άτομο σχετίζεται  με την ομάδα-αντικείμενο μέσω  φαντασιακής ταύτισης.
Θέλω στα πλαίσια αυτού του συνεδρίου να σας παρουσιάσω πώς αρθρώνεται το μεταβατικό μέσα από τη δραματοθεραπευτική μέθοδο, με διάθεση να δοθεί έμφαση σε κάποια βασικά συστατικά του κι αυτό γιατί το μεταβατκό στη δραματοθεραπεία είναι σημαντικός θεωρητικός, αλλά και σε επίπεδο εφαρμογής, πυλώνας.
Η Δραματοθεραπεία , όπως και η ψυχανάλυση  έχει επηρεαστεί από πολλά ρεύματα, εξαιτίας του γεγονότος ότι οι δραματοθεραπευτές, όπως και οι ψυχαναλυτές, δεν προέρχονται από κάποιον συγκεκριμένο κλάδο, αλλά από τον ευρύτερο χώρο των ανθρωπιστικών επαγγελμάτων. Αυτό  προσδίδει έναν πλούτο στις δύο αυτές μεθόδους που  εκτός από θεραπευτικές διαδικασίες  είναι και πολιτισμικά γεγονότα.
Η θεωρία του Winnicott έχει ασκήσει μεγάλη επίδραση στην ανάπτυξη της μεθόδου. Ο Winnicott τοποθετεί το παιχνίδι στο κέντρο της ψυχανάλυσης με ασθενείς όλων των ηλικιών. Το παιχνίδι, είπε, έχει τη θέση του στην περίοδο της αυταπάτης ή στο μεταβατικό χώρο, μεταξύ του αληθινού και του φανταστικού κόσμου, μεταξύ του εγώ και του μη εγώ (1958). Η ίδια η ψυχοθεραπεία αποτελεί ένα παιχνίδι για τον Winnicott (1971) όπου δύο άνθρωποι παίζουν μαζί. Αν ο θεραπευτής δεν μπορεί να παίξει, τότε δεν είναι ικανός γι αυτή τη δουλειά. Αν ο ασθενής δεν μπορεί να παίξει, τότε χρειάζεται κάτι για να τον ενεργοποιήσει ώστε να το καταφέρει και μόνο τότε μπορεί η ψυχοθεραπεία να ξεκινήσει. Το παιχνίδι  λοιπόν, στην ευρύτερη του έννοια,  βρίσκει στο δραματοθεραπευτικό τρόπο δουλειάς μία εξέχουσα θέση.
Το δραματοθεραπευτικό πλαίσιο ομάδας είναι ορισμένο ως εξής:  Η ομάδα συνέρχεται κανονικά σε συγκεκριμένο χρόνο και χώρο και όπως στην αναλυτική διαδικασία είναι όλοι ελεύθεροι να πουν ό,τι θέλουν. Βάση αυτού που λέγεται και περιορίζεται στο ένα τέταρτο του συνολικού χρόνου της μιάμισης , συνήθως, ώρας της ομαδικής συνεδρίας, στηρίζεται η συμβολική δράση που προτείνεται από τον θεραπευτή. Σ’αυτήν συμμετέχουν όλα τα μέλη με ισότιμο τρόπο. Στο τέλος η συνεδρία κλείνει με συζήτηση για ό,τι προηγήθηκε, ό,τι βιώθηκε και παρατηρήθηκε τόσο στον εαυτό όσο και στα άλλα μέλη της ομάδας.
Σε μία ομάδα δραματοθεραπείας που έχει επιρροές από την ψυχανάλυση λαμβάνουμε υπόψη το πλαίσιο, μεταβιβαστικά και αντιμεταβιβαστικά φαινόμενα,  ενώ διέπεται από την αρχή της μη-κατευθυντικότητας  εισάγοντας παράλληλα τη δραματική διαμεσολάβηση.  Στον κύκλο των ψυχαναλυτών η δραματική διαμεσολάβηση είναι κυρίως γνωστή από τη μέθοδο του ψυχοδράματος. Η μεγάλη διαφορά της δραματοθεραπείας  με το ψυχόδραμα  είναι ότι αυτή  δεν αναφέρεται με τα δρώμενα στο προσωπικό βίωμα του μέλους της ομάδας.  Αντίθετα, προτείνεται στο άτομο να απομακρυνθεί από την ταυτότητά του με την βοήθεια του ρόλου. Παίζει κάποιον χαρακτήρα παρμένο από ένα μύθο, ένα παραμύθι, ένα θεατρικό κείμενο, κάνει δουλειά πάνω σε μία παροιμία που έχει επιλέξει ή φτιάχνει μία μάσκα και τη δραματοποιεί.
Ο συνδυασμός του αναλυτικού και δραματοθεραπευτικού τρόπου δουλειάς είναι εξαιρετικά γόνιμος στην ανάδυση του μεταβατικού φαινομένου, αλλά και στη μελέτη του. Αν στην  ψυχανάλυση ομάδας φορέας νοήματος δεν είναι μόνο ο λόγος, αλλά μια σειρά από πράξεις, συνήθως ασυνείδητες, όπως είναι η θέση που επιλέγει κάποιος να κάτσει μέσα στην ομάδα, οι τυχόν αργοπορίες του, μη λεκτικές αντιδράσεις κλπ .στην θεραπεία διαμεσολάβησης εκτός από τις παραπάνω πράξεις, υπάρχουν και οι πράξεις με νόημα αυτές  που σχετίζονται με τα δρώμενα πάνω στη σκηνή. Πρόκειται γι αυτό που ο Ναυρίδης (2007)  περιέγραψε ως  ενδραμάτιση (acting in) που διαφοροποιείται της εκδραμάτισης  (acting out).
Οι δράσεις που εκτελούνται κατά τη δραματοθεραπευτική διαδικασία μοιάζουν με  ονειρικές καταστάσεις. Και στις δύο περιπτώσεις το υποκείμενο είναι δράστης, πρωταγωνιστής ή και σκηνοθέτης,  και ενώ έρχεται σε επαφή με το τραυματικό, παραμένει προστατευμένος πίσω από τη μάσκα (του ονείρου ή του ρόλου).
Στο όνειρο είδε ο Freud τη βασιλική οδό του ασυνειδήτου. Μερικές δεκαετίες αργότερα ο D. Anzieu προσομοιάζει την ομαδική κατάσταση με την κατάσταση του ονείρου.  Σήμερα μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η δραματοθεραπεία ως μέθοδος διαμεσολάβησης λειτουργεί ως ένα όνειρο που παράγεται σε κάθε συνεδρία και στο οποίο όλα τα μέλη πρωταγωνιστούν. Όπως το όνειρο, έτσι και το δραματοθεραπευτικό δρώμενο λειτουργεί προστατευτικά,  προκειμένου να εκφραστεί το λανθάνον με τρόπο που να μην απειλείται το Εγώ.
Οι μηχανισμοί που επιτρέπουν αυτή την ονειρώδη μετάβαση μέσω της δραματοθεραπείας είναι οι ακόλουθοι:
Α) Ο μηχανισμός της μεταφοράς. Η μεταφορά, μπορεί να χρησιμοποιείται,  είτε προσφέροντας μία νέα προοπτική, είτε φιλτράροντας κάποιες πληροφορίες, είτε καλύπτοντας και λειτουργώντας ως μάσκα.  
Η λειτουργία της μεταφοράς φαίνεται να έχει προβληματίσει ήδη από τους αρχαίους χρόνους.  Η μετα-φορά  για τον Αριστοτέλη[2], τίθεται σε λειτουργία όταν ορίζουμε το σύνολο ή ένα μέρος ενός αντικειμένου, το οποίο  προσπαθούμε να περιγράψουμε,  από ένα μέρος ή το σύνολο ενός άλλου αντικειμένου. Η μεταφορά επιτρέπει τη σύνδεση μεταξύ του έκδηλου και του λανθάνοντος. Μοιάζει με το νήμα που βοηθά τόσο το υποκείμενο, όσο και την ομάδα και  τον θεραπευτή  να μη χαθούν  μέσα στο χαώδη λαβύρινθο του ασυνειδήτου και που οδηγεί στην παραγωγή νοήματος.
Β) Η συμβολοποίηση. Το βασικό συστατικό του ονείρου είναι το σύμβολο. Είναι μέσω αυτού που επιτυγχάνεται η μεταφορά. Η τέχνη είναι κι αυτή μία ονειρική καταστάση που αναγνωρίζει και ο Anzieu  ως τέτοια εξαιτίας του συμβολικού της περιεχομένου. Το σύμβολο δεν είναι μια προσωπική υπόθεση αλλά μία κοινωνική κατασκευή (συν=μαζί) και γιαυτό έχει τη δύναμη να κοινωνήσει το κρυφό και το ατομικό στο δημόσιο και ομαδικό. Από την άλλη όταν  το παιδί κάνει χρήση των συμβόλων  διακρίνει τη φαντασία από την πραγματικότητα, ή το εσωτερικό αντικείμενο με το εξωτερικό (Winnicott, 1951)
Γ) Η έννοια της απόστασης. Για να δεις ολόκληρο το βουνό πρέπει να απομακρυνθείς, συμβουλεύει μία ταοϊστική φράση.  Στο όνειρο η απόσταση εμφανίζεται μέσα από τους μηχανισμούς της μετάθεσης, της μεταφοράς και της συμβολοποίησης. Με τον ίδιο τρόπο κατά τη δραματοθεραπευτική συνεδρία η απόσταση/μετάθεση συμβαίνει από τη μετάβαση στον σκηνικό χώρο και από το Εγώ στο «Εγώ ως άλλος» που πραγματώνεται μέσω των ρόλων.
Ο Green (1998) τονίζει ότι παρά το γεγονός ότι ο αναλυτής πρέπει να ταυτιστεί με τον αναλυόμενο ενεργοποιώντας την υποκειμενικότητα με τις προβολές της, για να υπάρξει η νοηματοδότηση χρειάζεται να αποστασιοποιηθεί. Άλλωστε το γεγονός ότι ο αναλυτής είναι ουσιαστικά άγνωστος προς τον αναλυόμενο κι από την άλλη τόσο παρών, αυτή η απόσταση και ταυτόχρονα αυτή η εγγύτητα, είναι που ενισχύουν το μεταβιβαστικό φαινόμενο, του οποίου η αξιοποίηση  προσφέρει ένα μεγάλο  όφελος στην αναλυτική διαδικασία.
Από τους δραματοθεραπευτές, η απόσταση τονίστηκε ιδιαίτερα από το Landy (2004) ο οποίος την ονομάζει αισθητική απόσταση. Ως αισθητική απόσταση ορίζει  τη σχέση που αναπτύσσεται στο ίδιο πρόσωπο μεταξύ της θέσης του ως γνωστικού παρατηρητή και αυτής ως δρώντος υπό συναισθηματική φόρτιση ηθοποιού.
Από την άλλη, δίνουμε ιδιαίτερη έμφαση στην αισθητική αρτιότητα της σκηνής, που μετατρέπεται έτσι σε ένα καλλιτεχνικό γεγονός. Με τον τρόπο αυτόν επιτυγχάνεται ακόμη περισσότερο η δημιουργία απόστασης, αυτή τη φορά αναφορικά και με τον ίδιο τον στόχο που από θεραπευτικός γίνεται στιγμιαία καλλιτεχνικός.
Η τέχνη είναι από μόνη της ένας μεταβατικός χώρος στον οποίο συναντάται το έργο με το κοινό. Ο Winnicott είχε καταλάβει αυτή την μεταβατική δυνατότητα της τέχνης  όταν το 1971 έλεγε ότι ένα έργο μπορεί να μας μιλήσει ακόμη και σιωπηλά καθώς το κρατάμε στο χέρι μας και το διαβάζουμε.
Μέσα από  την απόσταση ανοίγει η δίοδος για να εκφραστούν τα ανείπωτα ως εκείνη τη στιγμή.  Κι αυτό συμβαίνει γιατί μπορεί το μέλος της ομάδας να μιλά και να δρα ως άλλος, αλλά το κάνει με τα δικά του λόγια  και τις δικές του πράξεις και τα επενδύει με τα δικά του συναισθήματα. Αυτά που λέγονται και  πράττονται πάνω στη σκηνή  είναι ειλικρινείς και αυθεντικές πλευρές του εαυτού. Αυτή η απομάκρυνση είναι, λοιπόν, μία στρατηγική απάτης θα λέγαμε προς τη λογοκρισία, προκειμένου να επιτραπεί η πρόσβαση στο λανθάνον.
Από την άλλη, η απόσταση που δημιουργείται από τον ρόλο και από τη μεσολάβηση της τέχνης επιτρέπει την αντικειμενοποίηση του υποκειμενικού.Έτσι επιτρέπεται η αντι-μετώπιση και  κατα συνέπεια η μετακίνηση, η μετάβαση από ένα πριν σε ένα μετά.
Δ) Η δημιουργία σκηνών. Με τη θεραπεία διαμεσολάβησης εισάγουμε ακόμη έναν ενδιάμεσο χώρο, αυτόν της θεατρικής σκηνήςΕίναι μέσα σ’αυτόν που εμφανίζονται όλα τα σύμβολα-κλειδιά του ασυνειδήτου.
Το ασυνείδητο είναι πλαισιωμένο από εικόνες. Στο όνειρο αυτές οι εικόνες διαρθρώνονται μεταξύ τους και φτιάχνουν ένα σενάριο με δραματική πλοκή, όπου το άτομο είναι τόσο δράστης όσο και παρατηρητής και μπορεί να μεταμορφώνεται σε οποιονδήποτε χαρακτήρα ή να μεταφέρεται σε άλλες ηλικίες και εποχές και άλλους τόπους.
Αυτή η ομοιότητα του ονείρου με το θέατρο δεν έχει αφήσει ασυγκίνητη την ψυχανάλυση.  Έτσι έχουμε το Οιδιπόδειο να εμφανίζεται από την τραγωδία του Σοφοκλή, αλλά και η χρήση ψυχαναλυτικών όρων όπως ανα-παράσταση,  (πρωταρχική, ψυχναλυτική κ.ά.) σκηνή, εκ-δραμάτιση κι άλλα πιστοποιούν αυτή τη σχέση.
Άλλωστε η  ίδια η ψυχαναλυτική συνεδρία ομάδας  φτιάχνει ένα ιδίοτυπο σκηνικό μέσα στο οποίο εξελίσσεται η διαδικασία μέσα από ένα παιχνίδι ρόλων συμπληρωματικών ή ανταγωνιστικών.  
Το άτομο και η ομάδα υπάρχουν σε μία συμπληρωματική σχέση. Το μεταβατικό αντικείμενο κατασκευάζεται από την επικοινωνία μεταξύ των μελών ή μεταξύ του αναλυτή και των μελών μας επισημαίνει ο Green (1978).  Οι διαπροσωπικές σχέσεις και αλληλεπιδράσεις σχετίζονται τόσο με το ατομικό όσο και με τη διυποκειμενική συμπληρωματικότητα μεταξύ των μελών.
Έτσι βλέπουμε να υπάρχει πάντα ο ρόλος του ηγέτη της ομάδας, του συναισθηματικού ηγέτη, του σιωπηλού, του αδύναμου που συχνά γίνεται το εξιλαστήριο θύμα, του αντιρρησία κλπ. Πρόκειται για ρόλους που δεν είναι ανοικείοι, αν και είναι συχνά ασυνείδητοι, στα μέλη γιατί έτσι κι αλλιώς τους μεταφέρουν από την, εκτός ομάδας, ζωή τους και έχουν την αφετηρία τους στις οικογενειακές διυποκειμενικές  σχέσεις.  Χρειάζεται αρκετός συνήθως χρόνος για να γίνει συνείδηση η λειτουργία του ρόλου που το κάθε μέλος παίζει στη ζωή του καθώς και τις συνέπειες που έχει αυτός στη διαμόρφωση της ευτυχίας ή δυστυχίας του.
Η δραματοποίηση πάνω στη σκηνή λειτουργεί διευκολυντικά στην έκφραση αυτών των σχέσεων και επιταχύνει το χρόνο συνειδητότητας εξαιτίας της επανάληψης σε παραπάνω από ένα επίπεδα.  Δηλαδή,  όποιον ρόλο κι αν έχει κάποιος μάθει να παίζει στη ζωή του, τον μεταφέρει στην ομάδα,  και έπειτα στη σκηνή.  Εκεί εμφανίζονται επίσης και  όλες οι οριζόντιες προβολές των μελών μεταξύ τους, η σχέση με το αντικείμενο ομάδα και η σχέση με τον θεραπευτή (που έχει τον ρόλο αυτού που δεν παίζει κανέναν ρόλο).
Το μέλος της ομάδας, δράστης και θεατής ταυτόχρονα, αναγνωρίζει αυτή την αλήθεια μόλις κατέβει από τη σκηνή κι επιστρέψει στα παπούτσια του, καθώς  έχει προηγηθεί αντικειμενοποίηση της υποκειμενικότητάς του μέσω του ρόλου. Η ομάδα  πιο παρούσα από ποτέ,  καθώς εκτός από μάρτυρας , στην προηγηθείσα πράξη συμμετείχε και σύσσωμη βιωματικά, πιστοποιεί  την αποκάλυψη ενώ εισάγει νέες θεματικές προς επεξεργασία στο κάθε μέλος της. Μπορούμε να καταλάβουμε βέβαια και πόσο ενισχύεται με αυτόν τον τρόπο η ενσυναίσθηση μεταξύ των μελών, αφού όχι μόνο είναι μάρτυρες μιας αφήγησης, αλλά τη βιώνουν και την ενσαρκώνουν.
Στην ουσία εισάγωντας το επίπεδο της σκηνής στην αναλυτική διαδικασία μεγενθύνουμε ακόμη περισσότερο το ήδη υπάρχον μεταβατικό φαινόμενο κατασκευάζοντας ένα νέο. Στην περίπτωση αυτή, τα φώτα της ράμπας πέφτουν ακριβώς επάνω προκειμένου να το κάνουν όσο το δυνατόν πιο ορατό. 
Κατασκευάζοντας ακόμη ένα επίπεδο, αυτό της σκηνής του φανταστικού, έχουμε περισσότερα σημασιολογικά επίπεδα ανάλυσης. Πιο συγκεκριμένα, εμφανίζονται  τρεις διαστάσεις. Η πρωταρχική του παρελθόντος όπου έχει διαμορφωθεί ο εαυτός μέσω των σχέσεων με τους σημαντικούς άλλους και αποτελεί την εστία του απωθημένου τραύματος. Από την άλλη, έχουμε το επίπεδο του «εδώ και τώρα» της ομάδας, όπου υπάρχουν όλα τα γνωστά φαινόμενα και διαδικασίες που διέπουν όσα γνωρίζουμε από την ψυχαναλυτική δουλειά με τις ομάδες και τέλος έχουμε το επίπεδο της θεατρικής σκηνής, άχρονο όπως και το όνειρο, όπου είναι ο τόπος του προ-συνειδητού, των συμβόλων και αποτελεί τη γέφυρα πρόσβασης από το τώρα στο τότε.  
Η δραματοθεραπευτική μέθοδος λειτουργεί ως το θέατρο εν τω θεάτρω. Χρησιμοποιεί  την ίδια στρατηγική αποκάλυψης της ψυχικής αλήθειας με τον Άμλετ που έστεισε ένα θέατρο προκειμένου να αποκαλυφθεί ο δολοφόνος του πατέρα του. Η δραματοθεραπευτική σκηνή μοιάζει με την είσοδο στον λαβύρινθο, που, όπως και στην περίπτωση του Θησέα η επιστροφή είναι εφικτή μόλις πάψει η συνθήκη του δράματος, ανοίξουν τα φώτα και τινάξει το υποκείμενο τον ρόλο για να επιστρέψει στην πραγματική του ταυτότητα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Andersen-Warren M., Grainger R., (2000). Practical Approaches to Dramatherapy: The Shield of Perseus. London: Jessica Kingsley. 
Ashbach C. , Schermer V. (1994) Object Relations, the Self, and the Group: A Conceptual Paradigm. London: Routledge.
Durkin, H. (1964) The Group in Depth. New York: International Universities Press.
Faimberg Η., Corel Α. (1989). Le temps de la construction: répétition et surprise. R.F.P. 4/1995.
Freud S. (1932) Introduction à  la psychanalyse Paris: Payat.
Freud S. (1956) La naissance de la psychanalyse, Paris: P.U.F.
Glatzer, H. (1987) ‘Critique of women’s groups led by women’, International Journal of Psychotherapy, 37:155-8.
Green, A. (1978), 'Potential space in psychoanalysis: the object in the setting, ' in Grolnick, S.A. and Barkin, L. (eds) in collaboration with Muensterberger, W., Between Reality and Fantasy: Transitional Objects and Phenomena, Jason Aronson, New York, 169-89.
Green A. (1979,1987). La folie privée, Paris. Gallimard. 1990.
Green, L. (1983) ‘On fusion and individuation processes in small groups’, International Journal of Group Psychotherapy, 33:3-19.
Green A. (1988) Vue de la Société psychanalytique de Paris: une conception de la pratique R.F.P. 3.
Jennings S.,   Cattanach A.,  Mitchell S., Chesner A.,  Meldrum B. (1994). The Handbook of Dramatherapy. New York: Routledge.
Landy, R. (1994) Drama Therapy: Concepts, Theories, and Practices, Springfield, Illinois: Charles C. Thomas Publisher.
Laplanche J., Pontalis J.B.  (1964). Fantasme originaire, fantasmes des origines, origine du fantasme Les Temps Modernes N° 215.
Le Guen C. (1982) Pratique de la méthode psychanalytique. Paris: PU.F.
Μητροσύλης ΣΗ Κατασκευή του αναλυτικού αντικειμένου: Από την ανάπλαση στην κατασκευή. Από τη μονάδα στο ζεύγος, http://www.psychoanalysis.gr/el/index.php?option=com_content&task=view&id=47&Itemid=42, 11/2010
Momigliano Luciana Nissim. A Spell in Vienna - but was Freud a Freudian? Int. Rev. Psycho - Anal (1987) 14,373.
Ναυρίδης, Κ., (2007) Η δραματοθεραπευτική σκηνή ως μεταβατικός χώρος, 1ο Πανελλήνιο Συνέδριο Δραματοθεραπευτών και Παιγνιοθεραπευτών Ελλάδας, Αθήνα: Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο (10-13 Μαΐου).
Nitsun M., (1996). The Anti-Group: Destructive Forces in the Group and Their Creative Potential, New York:Routledge.
Ποταμιάνου Άννα. Formulations de V interprétation psychanalytique, panel sur la clinique, XXXVI συνέδριο I.P.A. Ρώμη, Ιούλιος 1989.
Pasche F. (1974)Le passe recompose, R. F. P: 2-3 Tome XXXVIII - Mars –Juin.
Roussilon R. (1995). La métapsychologie des processus et la transitionalité, R. F. P. 5.
Schindler, W. (1966) ‘The role of the mother in group psychotherapy’, International Journal of Group Psychotherapy, 16:198-200Urtubey Luise de. Le travail de conte - transfert, Rev. franc. Psychanal. 5/ 1994.
Σταύρου, Δ. (2005) Η δραματ(ουργ)ική μεταφορά στην ψυχοκοινωνιολογία του διαδικτύου. 10ο συνέδριο της Ε.Λ.Ψ.Ε., Ιωάννινα (Δεκέμβριος).
Viderman S. 1970 La construction de l ''espace analytique. Denoe''l,.
Viderman S. Le celeste et le sublunaire PU.F 1977.
Winnicott. D.W.(1949). Here in the countertransference. International Journal of Psychoanalysis, 30.
Winnicott. D.W. (1953) Symptom tolerance in paediatrics, Through peadiatrics to Psychoanalysis, London: Hogard Press.
Winnicott. D.W. (1962. 1963). Processus de maturation chez l''enfant. Payat 1970.
Winnicott D.W. (1965). Maturational processes and the facilitating environment. New York: International Universities Press.
Winnicott D.W. (1971). Playing and reality. Harmondsworth: Penguin Books.
Winnicott D.W. (1978). Through paediatrics to psychoanalysis, London: Hogarth.