Το θέατρο είναι η καλύτερη ενσάρκωση της άλλης σκηνής
Andr
é Green

28 October 2010

Εφαρμόζοντας τη μέθοδο της Δραματοθεραπείας στη φυλακή

(Άρθρο υπό έκδοση από την εφημερίδα "Οιωνεί...Κρατούμενος" του Συλλόγου Υπαλλήλων των ειδικού καταστήματος κράτησης νέων Αυλώνα (Ε.Κ.Κ.Ν.Α.) και των συλλόγων υπαλλήλων καταστημάτων κράτησης Κορυδαλλού). Η εφημερίδα σας μου δίνει την ευκαιρία να επικοινωνήσω την εμπειρία μου από την εφαρμογή της δραματοθεραπευτικής μεθόδου στο σωφρονιστικό κατάστημα του Κορυδαλλού κατά την περίοδο 2002-2004. Παρόλο που τα τελευταία χρόνια δουλεύω όλο και περισσότερο με την ταυτότητα της δραματοθεραπεύτριας, το τοπίο στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη γενικότερα, είναι ακόμη ομιχλώδες και ασαφές ως προς τις ψυχοθεραπείες, την εκπαίδευση νέων θεραπευτών, στο ποιος μπορεί να είναι θεραπευτής κλπ. Έτσι, η αναγνωρισμένη ταυτότητα της Ψυχολόγου έχει συχνά λειτουργήσει ως Δούριος Ίππος, ώστε να μπορώ να εφαρμόσω τη μέθοδο της δραματοθεραπείας σε διάφορα πλαίσια και με διάφορους πληθυσμούς, φυσικά μετά από συμφωνία με τους υπεύθυνους σε κάθε περίπτωση. Σε κάθεμιά από αυτές τις περιπτώσεις, ο στόχος της δραματοθεραπευτικής παρέμβασης είναι εξατομικευμένος και σχετίζεται με τον συγκεκριμένο πληθυσμό και τις ανάγκες του, όπως επίσης και με το ευρύτερο πλαίσιο της κάθε περίστασης. Η εισαγωγή μου στις φυλακές Κορυδαλλού επιτεύχθη μέσα από τη συνεργασία μου με τον ΟΚΑΝΑ, μέσα στα πλαίσια του διακρατικού προγράμματος EQUAL, «ΝΕΜΕΣΙΣ, Κοινωνία Εντάσσουσα». Επρόκειτο για μία διακρατική διεπιστημονική προσπάθεια κοινωνικής επανένταξης των κρατουμένων που επρόκειτο να αποφυλακιστούν.Το πρόγραμμα αυτό προέκυψε από τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας και καταδεικνύουν ότι οι περισσότεροι μακροχρόνια κρατούμενοι, μετά την αποφυλάκισή τους, επιστρέφουν στις φυλακές έχοντας υποπέσει σε νέα παραβατική συμπεριφορά. Θέλαμε λοιπόν να ελαχιστοποιήσουμε τις πιθανότητες αυτής της υποτροπής. Η παρέμβασή μας είχε πολλές παραμέτρους και πρόσφερε υπηρεσίες που ανταποκρίνονταν στο σύνολο των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι κρατούμενοι που επρόκειτο να αποφυλακιστούν. Έτσι, στη διεπιστημονική ομάδα ο κάθε φορέας-εταίρος είχε συγκεκριμένο ρόλο. Ο Δικηγορικός Σύλλογος της Αθήνας παρείχε στους ωφελημένους από το πρόγραμμα κρατούμενους, δωρεάν νομικές συμβουλές , οι Σχολές Ωμέγα είχαν αναλάβει την επιμόρφωση των ειδικών των παρεμβάσεων στο συγκεκριμένο ειδικό πληθυσμό, η Δέλτα Πληροφορική, παρείχε εκπαίδευση στους κρατούμενους για την εκμάθηση νέων δραστηριοτήτων που θα μπορούσαν να αποτελέσουν εφόδια για ευκολότερη είσοδο τους στην αγορά εργασίας μετά την αποφυλάκιση, οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα παρείχαν υγειονομικές υπηρεσίες και συμβουλευτική των κρατουμένων και των αποφυλακισμένων, ο ΟΚΑΝΑ είχε αναλάβει τη θεραπευτική παρέμβαση στους τοξικοεξαρτημένους κρατούμενους του πληθυσμού, ενώ άλλοι φορείς είχαν αναλάβει την ευαισθητοποίηση εργοδοτών και την παροχή βοήθειας στην ανεύρεση δουλειάς των αποφυλακισμένων. Η διακρατική συνεργασία ήταν πολύ γόνιμη καθώς μέσα από την ανταλλαγή εμπειρίας και επισκέψεις σε ξένες φυλακές μπορέσαμε να αξιολογήσουμε τις διάφορες παρεμβάσεις και να προσπαθήσουμε να εισάγουμε αυτές που είχαν φανεί πιο πετυχημένες σε χώρες που είχαν ένα πιο οργανωμένο σωφρονιστικό σύστημα από το δικό μας. Το δείγμα μας απαρτίστηκε από κρατουμένους/ες που ήταν ήδη κάποια χρόνια στη φυλακή και επρόκειται να αποφυλακιστούν μέσα στην επόμενη διετία, από την έναρξη της παροχής των υπηρεσιών μας. Ο ΟΚΑΝΑ, ως εταίρος και φορέας, μέσω του οποίου εργάστηκα στα σωφρονιστικά καταστήματα του Κορυδαλλού, είχε αναλάβει την παροχή θεραπευτικών υπηρεσιών σε κρατούμενους-χρήστες τοξικών ουσιών. Μην θέλοντας να κουράσω τους αναγνώστες που δεν γνωρίζουν τη δραματοθεραπευτική μέθοδο, παραθέτοντας πολλά θεωρητικά στοιχεία, θα περιοριστώ μόνο σε μερικά προκειμένου να επιτευχθεί η καλύτερη κατανόηση της παρέμβασης που σκοπεύω να σας περιγράψω. Η μέθοδος της δραματοθεραπείας είναι μία μέθοδος διαμεσολάβησης, ολιστικής αντίληψης, καθώς, πέρα από το λόγο, περιλαμβάνει την παραγωγή συμβολικών πράξεων μέσω της τέχνης. Αυτές τις πράξεις, σε δεύτερο χρόνο, οι συμμετέχοντες επεξεργάζονται ψυχονοητικά και μπορούν να έρθουν σε επαφή με ασυνείδητες πλευρές του ψυχισμού τους. Η συγκεκριμένη μέθοδος στηρίζεται στη χρήση της μεταφοράς και της απόστασης. Αυτό σημαίνει, ότι ο συμμετέχων, είτε σε ατομική είτε σε ομαδική θεραπεία, απoμακρύνεται από την ταυτότητά του για να μπει σε έναν ξένο ρόλο. Μέσα από αυτόν το ρόλο, του δίνεται η ευκαιρία να μιλήσει και να εκφραστεί ελεύθερα γιατί εκείνη την ώρα που παίζει, δεν είναι αυτός ο ίδιος, αλλά ο ρόλος που μιλάει και εκφράζεται. Έτσι, οι συμμετέχοντες εκφράζονται με πραγματικά δάκρια και αληθινό θυμό αλλά σε φανταστικό πλαίσιο, το οποίο και επιτρέπει αυτή την ελεύθερη εκδήλωση. Υπό αυτή την έννοια η μέθοδος της δραματοθεραπείας λειτουργεί η ίδια ως μάσκα. Μία μάσκα που ταυτόχρονα καλύπτει και προστατεύει, αλλά και αποκαλύπτει. Η ψυχική αλήθεια εμφανίζεται στην επιφάνεια, παρακάμπτοντας το μηχανισμό της λογοκρισίας (που εμποδίζει το ασυνείδητο υλικό να γίνει τμήμα της συνείδησης) και σε δεύτερο χρόνο γίνεται η επεξεργασία μέσω του λόγου και της συζήτησης στην ομάδα. Παρόλο που στο εξωτερικό η δραματοθεραπεία έχει εφαρμοστεί στις φυλακές ήδη από τη δεκαετία του 70, στην Ελλάδα επιχειρήθηκε για πρώτη φορά μέσα από αυτό το πρόγραμμα Equal. Πιο συγκεκριμένα, στην Αγγλία το 1991, δούλευε στις φυλακές το 7% των δραματοθεραπευτών (γύρω στα 12 άτομα), ενώ σήμερα ο αριθμός αυτός είναι πολύ μεγαλύτερος. Στην Αμερική, οργανισμοί όπως «The family» βάσισαν τη δουλειά τους προτείνοντας ως εναλλακτική στο έγκλημα και στα ναρκωτικά το θέατρο. Αρκετοί από αυτούς δούλεψαν στις φυλακές. Το Theatre for the Forgotten στη Νέα Υόρκη, αλλά και τα New York Street Theatre Caravan, and the Cell Block Theatre αποτελούν τέτοια παραδείγματα. Τα παιχνίδια ρόλων χρησιμοποιούνται από γνωσιακά συμπεριφοριστικά μοντέλα στην παρέμβαση των σεξουαλικών εγκληματιών (sex offenders). O Thompson (1999) έχει αναφερθεί στο πόσο μπορεί να βοηθήσει η δραματοθεραπευτική παρέμβαση στην επανένταξη του συγκεκριμένου πληθυσμού. Ο Heisey (1982), επίσης, πρότεινε ότι οι θεραπείες μέσω δράσης, είναι αποτελεσματικές γιατί οι μνήμες δεν είναι μόνο γνωστικές αλλά και αισθητηριακές και ανακαλούνται επίσης κατά την ανα-παράσταση. Πέρα όμως από τις δηλώσεις του Thompson και του Heisey, εύλογα θα μπορούσε να αρθρωθεί το ερώτημα, γιατί να εφαρμοστεί η δραματοθεραπεία στις φυλακές. Ξέρουμε όλοι ότι στη φυλακή οι κρατούμενοι αλλά και όλοι οι εργαζόμενοι στο συγκεκριμένο πλαίσιο δημιουργούν μία ιδιότυπη κοινότητα με δικούς της κανόνες, που χαρακτηρίζονται από αυστηρότητα, συχνά πολύ περισσότερο από άλλες κοινότητες . Πέρα από τους κανόνες που επιβάλλονται από το σωφρονιστικό σύστημα και ρυθμίζουν την καθημερινότητα στις φυλακές, υπάρχουν και οι άγραφοι κανόνες που διέπουν τις σχέσεις των κρατουμένων μεταξύ τους και που επίσης δεν πρέπει να παραβιαστούν γιατί οι άγραφες ποινές από τους υπόλοιπους είναι δεδομένες και κάποιες φορές ανελέητες. Η οποιαδήποτε ψυχοθεραπευτική προσέγγιση δεν θα μπορούσε να εξαιρέσει μαρτυρίες από αυτές τις καθημερινές εμπειρίες στη φυλακή. Αναπόφευκτα ο θεραπευτής θα ερχόταν σε δύσκολη θέση, καθώς δεν μπορεί να επιτευχθεί το ζήτημα της εχεμύθειας και κατά συνέπεια βάλλεται η σχέση εμπιστοσύνης, τόσο απαραίτητη στη λειτουργία της θεραπείας. Καθώς τα μέλη της όποιας θεραπευτικής ομάδας συμβιώνουν και έξω από την ομάδα σε έναν περιορισμένο χώρο, ο κάθε θεραπευτής θα ερχόταν αντιμέτωπος με το τείχος προστασίας που υψώνουν οι κρατούμενοι προκειμένου να πετύχουν την επιβίωσή τους στις σχεδόν απάνθρωπες συνθήκες της φυλακής. Το εγχείρημα αυτό γίνεται ακόμη δυσκολότερο όταν μάρτυρες της όποιας εξωμολόγησης είναι τα άλλα μέλη της ομάδας, που είναι συγκρατούμενοι και πιθανόν κάποιες από αυτές τις εξωμολογήσεις αφορούν τις διυποκειμενικές τους σχέσεις εκτός ομάδας. Εξαρχής ξέρουμε ότι οι δυναμικές που έχουν αναπτυχθεί εκτός ομάδας μεταξύ των μελών δεν γίνεται να παραμείνουν απ’έξω από το πλαίσιο μίας θεραπευτικής ομάδας μέσα σε ένα σωφρονιστικό ίδρυμα. Έτσι, μία τέτοια ομάδα θεραπείας κινδυνεύει να έρθει αντιμέτωπη είτε με τη σιγή ιχθύος των μελών της, είτε με το να αναλωθεί σε επιφανιακά ζητήματα, εύκολα διαχειρίσιμα από τη συνείδηση όσων συμμετέχουν. Παρόλα αυτά, μία τέτοια θεραπεία που βασίζεται μόνο στο λόγο θα μπορούσε να προσφέρει υπηρεσίες στήριξης και συμβουλευτικής στα μέλη της, χωρίς όμως να στοχεύει σε θεραπεία (με τη σημασία της αλλαγής). Η Δραματοθεραπεία βρίσκεται ανάμεσα στην τέχνη και την επιστήμη. Κάθε συνεδρία, εκτός από θεραπευτικό αποτελεί κι ένα πολιτισμικό γεγονός. Υπό αυτή την έννοια, έχει εμμέσως και ένα μορφωτικό χαρακτήρα και οι συμμετέχοντες καλούνται να επιστρατεύσουν κάθε δημιουργική πτυχή τους προκειμένου να αναπαραστήσουν μία σκηνή. Η ανάπτυξη της δημιουργικότητας είναι ενταγμένη μέσα σε κάθε στόχο της δραματοθεραπευτικής παρέμβασης, σε όποιον πληθυσμό κι αν απευθύνεται. Ακριβώς αυτό είναι ένα κομβικό σημείο που κάνει τη συγκεκριμένη μέθοδο εξαιρετικά χρήσιμη για πληθυσμούς που εκφράζουν καταστροφικές ή αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές. Δεν είναι τυχαίο μάλιστα, που ο πρώτος δημόσιος φορέας στην Ελλάδα που αναγνώρισε τη θεραπευτική αξία της δραματοθεραπεία και την υιοθέτησε κατά τη δεκαετία του 80 είναι το πρόγραμμα απεξάρτησης 18 Άνω του Ψ.Ν.Α. Ο Sigmund Freud, είχε περιγράψει την διαδικασία έκφρασης των ενορμήσεων από τις αρχές του 20ου αιώνα. Οι ενορμήσεις έχουν δύο μόνο οδούς για να εκφραστούν, τη δημιουργία ή την καταστροφή (έρως/θάνατος). Το σίγουρο είναι ότι δεν δύναται να σταματήσει ή να αναχαιτιστεί για πάντα αυτό το ενεργειακό φορτίο. Η δραματοθεραπεία λειτουργεί λοιπόν ως μοχλός προσανατολισμού των ενορμήσεων στην οδό της δημιουργικότητας. Στην περίπτωση των ποινικών αδικημάτων έχουμε να αντιμετωπίσουμε ακριβώς τις καταστροφικές ή αυτοκαταστροφικές παρορμήσεις των δραστών. Καταστροφικές είναι όταν οι πράξεις στρέφονται και έχουν πρόθεση να βλάψουν τον άλλο, ή ευρύτερα το κοινωνικό περιβάλλον, ενώ στις αυτοκαταστροφικές προθέσεις μπορούμε εύκολα να αναγνωρίσουμε το παράδειγμα των τοξικομανών κρατουμένων και όσων διαπράττουν απόπειρες αυτοκτονίας. Ένας άλλος λόγος πολύ σημαντικός για τη λειτουργία της δραματοθεραπευτικής μεθόδου στις φυλακές είναι η ολιστική της προσέγγιση. Κι αυτό γιατί το περιβάλλον των κρατουμένων είναι ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον. Οι κρατούμενοι προέρχονται από διαφορετικές χώρες και πολιτισμούς, ενώ ελάχιστοι είναι αυτοί που χειρίζονται με επάρκεια την ελληνική γλώσσα. Αυτή η δυσκολία στη λεκτική επικοινωνία είναι συχνά και μία βασική αιτία της απομόνωσής τους μέσα στη φυλακή. Δουλεύοντας με μία τέτοια ομάδα μόνο με θεραπεία μέσω λόγου εξαιρούμε και πάλι αυτόν τον αξιοσημείωτο σε αριθμό πληθυσμό. Καθώς όμως η δραματοθεραπεία στηρίζεται και σε άλλα μέσα έκφρασης όπως είναι η φωνή, το σώμα, η κατασκευή αντικειμένων, εικαστικές απεικονίσεις κλπ, είναι σε θέση να εντάξει και τους αλλοδαπούς κρατούμενους που δεν έχουν επαρκείς γνώσεις της ελληνικής γλώσσας. Η ομάδα με την οποία δούλεψα στις γυναικείες φυλακές Κορυδαλλού προοριζόταν για εξαρτημένες από ουσίες κρατούμενες. Κατά την προέρευνα εντοπισμού τους, μέσω συνεντεύξεων, καμία δεν παραδέχτηκε ότι έκανε χρήση. Ερχόμαστε λοιπόν ήδη πριν την έναρξη της ομάδας σε επαφή με τον φόβο και την καχυποψία των κρατουμένων. Έτσι, τελικά η ομάδα απαρτίστηκε από κρατούμενες που είχαν παραβιάσει τους νόμους περί ναρκωτικών και για το λόγο αυτό ήταν στο σωφρονιστικό ίδρυμα. Αυτή η ομάδα είχε οχτώ μέλη από πέντε εθνικότητες. Πιο συγκεκριμένα τα μέλη προέρχονταν από την Ελλάδα, τη Βουλγαρία, την Αλβανία, το Μαρόκο και το Αζερμπαϊτζάν. Οι δυσκολίες ήταν πολλές παρά την καλή θέληση για βοήθεια από πλευράς διοίκησης των φυλακών. Υπήρχε πρόβλημα χώρου αλλά κυρίως χρόνου. Αυτό το τελευταίο φάνηκε να είναι συχνά ανυπέρβλητο εμπόδιο. Οι κρατούμενες όταν παρακολουθούσαν την ομάδα, έπρεπε να απέχουν από τη καθημερινή εργασία τους στη φυλακή, η οποία και τους αφαιρούσε μέρες από την ποινή τους. Αντίθετα με άλλες δραστηριότητες που ήταν ενταγμένες μέσα στο κανονικό πρόγραμμά τους, η συμμετοχή στη δραματοθεραπευτική ομάδα δεν θεωρείτο δουλειά και άρα έπρεπε να αντιμετωπίσουν κάθε φορά το δίλημμα αν θα διέθεταν το χρόνο τους στην ομάδα θεραπείας ή στην προοπτική μείωσης της παραμονής τους στη φυλακή. Και παρόλο που η παραμονή τους στη φυλακή τους ήταν ανυπόφορη, η ομάδα δραματοθεραπείας κατάφερε αρκετές φορές να νικήσει σ’αυτό το δίλημμα. Μέσα στην ομάδα κάποιες αλλοδαπές κρατούμενες που δεν είχαν εκφραστεί καθόλου και σχεδόν δεν επικοινωνούσαν με τις υπόλοιπες, λόγω της δυσκολίας στη γλώσσα, απέκτησαν ένα ρόλο κι ένα πρόσωπο. Οι ελληνίδες κρατούμενες και όσες μιλούσαν ελληνικά ξαφνιάστηκαν όταν κατάλαβαν ότι δεν επρόκειτο για άτομα μειωμένης αντίληψης ή άλλων ψυχονοητικών προβλημάτων παρά μόνο για αποκλεισμένα άτομα εξαιτίας της γλώσσας. Από την άλλη, καθώς στη δραματοθεραπευτική δουλειά πολλές τεχνικές της αρδεύουν από τις πολιτισμικές παραδόσεις των μελών, όπως είναι η μυθολογία, οι παροιμίες και τα έθιμα, οι αλλοδαπές κρατούμενες μπόρεσαν με μεγάλη χαρά να δείξουν στοιχεία του δικού τους πολιτισμού στις Ελληνίδες και αντίστροφα. Αυτή η ανταλλαγή είναι εξαιρετικά σημαντική γιατί ενδυνάμωσε την τραυματισμένη πολιτισμική ταυτότητα των αλλοδαπών κρατουμένων, τραυματισμένη από το γεγονός ότι ως εκείνη τη στιγμή ήταν απολύτως ξένη για τις υπόλοιπες και μειωνοτική, ενώ δεν ήταν σπάνιο το φαινόμενο του ρατσισμού και των στερεοτύπων που άπτονταν της εθνικής προέλευσης τους. Ειδικά αυτές οι κρατούμενες, μέσα από άλλα εκφραστικά μέσα κατάφεραν να βελτιώσουν τη θέση τους μέσα στη φυλακή και να γίνουν αποδεκτές από τις υπόλοιπες. Κατά τη διάρκεια των ομαδικών συνεδριών, οι κρατούμενες έφερναν ένα θέμα, όποιο ήθελαν και μετά τους προτεινόταν από τη θεραπεύτρια μία συμβολική δράση. Σ’αυτή συμμετείχαν όλα τα μέλη. Κι αυτό είναι ένα ακόμη πλεονέκτημα της μεθόδου σε σχέση με άλλες στις οποίες σε κάθε συνεδρία δουλεύουν μόνο ένα ή δύο μέλη μέσα στα πλαίσια της ομάδας ενώ οι υπόλοιποι ωφελούνται μεν, αλλά έμμεσα. Στις συμβολικές δράσεις, κάθε μέλος είχε έναν ρόλο.Όλα τα μέλη έπαιζαν μαζί στη σκηνή ή δημιουργούσαν ταυτόχρονα. Έτσι η επεξεργασία γινόταν για όλα τα μέλη και όχι μεμονομένα για κάποια από αυτά. Μέσω της μάσκας του ρόλου, του σχεδίου, της κατασκευής, της δημιουργίας ιστοριών,κινητικών δραστηριοτήτων κλπ, οι κρατούμενες είχαν την ευκαιρία να επεξεργαστούν θέματα που τις απασχολούσαν με τρόπο που δεν έπληττε ούτε τις σχέσεις τους, ούτε την ασφάλειά τους εκτός ομάδας. Κι αυτό γιατί δεν μιλούσαν άμεσα, δεν αναφέρονταν σε ονόματα, ούτε σε συγκεκριμένα αναγνωρίσιμα πρόσωπα. Αυτό γινόταν μέσω του ρόλου, οπότε η ευθύνη βάραινε το ρόλο και όχι το ίδιο το πρόσωπο. Μέσα από τα παιχνίδια ρόλων, οι κρατούμενες μπόρεσαν να μπουν σε ρόλους άλλων. Βγαίνοντας από τον εαυτό τους, μπορούσαν να παίξουν μια μεγάλη ποικιλία ρόλων. Πολλοί από αυτούς μάλιστα, ήταν ρόλοι με τους οποίους κατά τη διάρκεια της ζωής τους ήταν απέναντι, όπως ήταν αυτοί του δικαστή, του αστυνομικού, του δεσμοφύλακα ή του διευθυντή της φυλακής. Με αυτό τον τρόπο μέσα από μία παιγνιώδη κατάσταση (λέμε: «παίζω θέατρο»), μπόρεσαν να μπουν στα παπούτσια των άλλων. Να δράσουν σαν αυτούς και ως αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας ήταν η ανάπτυξη της ενσυναίσθησης. Οι δραματοθεραπευτές γνωρίζουμε ότι ένα δείγμα ψυχικής υγείας είναι η δυνατότητα του ανθρώπου να παίζει πολλούς διαφορετικούς ρόλους τόσο πάνω στη δραματοθεραπευτική σκηνή, όσο και στη ζωή του. Κανένας από εμάς δεν έχει μόνο έναν ρόλο στη ζωή. Είμαστε και επαγγελματίες και γονείς, και παιδιά, και φίλοι, ερωμένοι-εραστές. Κάποιος για παράδειγμα που έχει παραμείνει μόνο στο ρόλο του γιου ή της κόρης, κάποιος που δίνει έμφαση μόνο στο ρόλο του επαγγελματία, ή μόνο του γονιού, φαίνεται να είναι λιγότερο ικανοποιημένος στη ζωή του από άλλους που συνδυάζουν περισσότερους ρόλους. Επίσης οι σχέσεις φαίνεται να είναι περισσότερο αρμονικές στην περίπτωση που ο άνθρωπος μπορεί να συνδυάζει μία μεγαλύτερη γκάμα ρόλων. Στην περίπτωση των κρατουμένων, ο εγκλεισμός τους σημαδεύει και τους στιγματίζει. Δεν φαίνεται στις περισσότερες περιπτώσεις ο ρόλος του παραβάτη να υιοθετείται, για πρώτη φορά, από την περιπέτειά τους με τον εγκλεισμό. Στις περισσότερες περιπτώσεις φαίνεται να είναι ένας ρόλος που ξεκινάει από την εφηβική ηλικία, σε κάποιες περιπτώσεις κι από την παιδική, και είναι συγγενικός σε αυτόν του «αντάρτη», «αναρχικού», «αντιδραστικού», κι άλλων παρεμφερών ρόλων, όπως προέκυψαν από τις αφηγήσεις τους. Κατά τη δραματοθεραπεία τα μέλη της ομάδας δοκιμάζουν ρόλους οικείους και ανοικείους. Κάτω από το πρίσμα της ομάδας και μέσω της αλληλεπίδρασης πάνω στη σκηνή (μία αλληλεπίδραση η οποία μπορεί και να διερευνηθεί και τα μέλη να προβληματιστούν πάνω σ’αυτήν σε δεύτερο χρόνο) τα μέλη μπορούν να καταλάβουν, ίσως για πρώτη φορά ποιοι από τους ρόλους που έχουν υιοθετήσει τους είναι πράγματι ωφέλιμοι και ποιοι όχι. Από την άλλη, δοκιμάζοντας νέους, μπορούν να ασπαστούν και να μυηθούν σε νέα πρότυπα συμπεριφορών που ως τότε τους ήταν άγνωστα. Το θέατρο είναι η κοινωνικότερη των τεχνών. Για να μπορέσει να λειτουργήσει, πρέπει να υπάρξει η συνεργασία πολλών. Θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης, ηθοποιοί, σκηνογράφοι, μουσικοί, φωτιστές πρέπει όλοι μαζί να συντονιστούν για την παράσταση. Ακόμη όμως και πάνω στη σκηνή, οι ηθοποιοί πρέπει να συνεργαστούν μεταξύ τους και από την άλλη πρέπει να επικοινωνήσουν με το κοινό. Αυτή η κοινωνική πλευρά του θεάτρου είναι πολύ σημαντική στη μέθοδο της δραματοθεραπείας μέσα στη φυλακή , καθώς στις περισσότερες των παραβάσεων θα λέγαμε ότι αυτό που έχει αποτύχει και έχει υποπέσει στην παράβαση ο κρατούμενος είναι μια ολοκληρωμένη διαδικασία κοινωνικοποίησης, καθώς έχουν καταργηθεί κάποια όρια (νόμοι). Μία άλλη πολύ σημαντική λειτουργία της δραματοθεραπείας στους κρατουμένους είναι ο περιορισμός των εκδραματίσεων μέσα στη φυλακή. Οι εκδραματίσεις (acting outs) συμβαίνουν όταν η ενόρμηση είναι έντονη και το άτομο δεν έχει επαρκώς αναπτύξει μηχανισμούς νοητικής επεξεργασίας. Στο σημείο αυτό, η πράξη έχει τον χαρακτήρα της αποφόρτισης της έντασης που αισθάνεται το εν λόγω άτομο. Αντίθετα, η πράξη στη δραματοθεραπεία είναι μέσα σε ένα πλαίσιο που νοηματοδοτεί. Η λογική και συναισθηματική επεξεργασία γίνονται σταδιακά κτήμα των συμμετεχόντων και μπορούν να τις εφαρμόζουν σε όλες τις πτυχές της ζωής τους, μειώνοντας τις πιθανότητες άλλων εκδραματίσεων (που πολλές φορές κάποια από αυτές μπορεί να είναι και η αιτία εγκλεισμού τους). Αλλά κυρίως για να απαντηθεί το ερώτημα αν πρέπει να μπει ή όχι η δραματοθεραπεία στη φυλακή ως μέθοδος παρέμβασης, θα πρέπει να αποφασίσουμε τι είδους φυλακές θέλουμε και ποιος είναι ο στόχος και η φιλοσοφία του εγκλεισμού. Κι αυτή η φιλοσοφία ποικίλλει ανάλογα με την εποχή, τη χώρα και το πολίτευμα. Αν φυλακίζουμε τον παραβάτη για να τον απομονώσουμε από τους «έντιμους» πολίτες, τότε, ίσως να μην χρειάζεται καμία απολύτως υπηρεσία. Καθώς το ζητούμενο είναι η απομόνωσή του από τους «υγιείς» πολίτες το μόνο που θα χρειαζόταν θα ήταν η εξασφάλιση τροφής, στέγης και ιατρικής περίθαλψης, όποτε αυτή χρειαζόταν. Σ’αυτή την περίπτωση, όμως, πέρα από την αντι-ανθρωπιστική της αντίληψη, το όφελος της κοινωνίας δεν είναι παρά μόνο άμεσο, καθώς ξέρουμε από τα νούμερα της στατιστικής, ότι μόλις αποφυλακιστούν οι κρατούμενοι θα καταλήξουν μετά από λίγο καιρό και πάλι στη φυλακή, έχοντας διαπράξει ένα νέο αξιόποινο αδίκημα. Μία άλλη οπτική του σωφρονισμού έχει να κάνει με την παραδειγματική τιμωρία και διέπεται από την πεποίθηση ότι η τιμωρία μπορεί να συνετίσει. Η κοινωνία μέσω του θεσμού της φυλακής τιμωρεί και εκδικείται για το κακό που της προκάλεσε ο κρατούμενος. Εντούτοις, ακόμη και στο σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα φαίνεται να εγκαταλείπεται αυτή η πρακτική της τιμωρίας, γιατί κρίθηκε αναποτελεσματική. Τη θέση της έχει πάρει η στρατηγική της επιβράβευσης προκειμένου να ενισχυθεί η θετική συμπεριφορά. Σήμερα ξέρουμε ότι η βία φέρει βία δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο κι ότι η φράση «Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο» όχι μόνο δεν ισχύει, αλλά εξαγριώνει ακόμη περισσότερο. Θα λέγαμε ότι παρεμβάσεις σαν τη δραματοθεραπεία αρμόζουν σε ένα σωφρονιστικό σύστημα το οποίο στοχεύει στην επανεκπαίδευση και κοινωνικοποίηση των κρατουμένων. Σε μια τέτοια φιλοσοφία εγκλεισμού, ο χρόνος στη φυλακή δεν αποτελεί ένα χαμένο χρόνο για τον κρατούμενο, αλλά ούτε και για την κοινωνία. Αξίζει σ’αυτό το σημείο να αναφέρω ένα περιστατικό μετά το τέλος του προγράμματος ΝΕΜΕΣΙΣ. Ένας κρατούμενος για σεξουαλική παιδοφιλική παρενόχληση, μέσω ενός σωφρονιστικού υπαλλήλου από τον οποίο ζητούσε βοήθεια, μου απέστειλε έκκληση για ψυχοθεραπεία λέγοντας: «Ξέρω ότι αυτό που διέπραξα είναι εγκληματικό. Ωστόσο ξέρω ότι όσα χρόνια κι αν με κρατήσουν εδώ μέσα, όταν θα βγω θα ξανακάνω τα ίδια. Κι αυτό γιατί οι σεξουαλικές μου φαντασιώσεις είναι με παιδιά και μόνο. Αν δεν κάνω ψυχοθεραπεία, η φυλακή δεν θα μου κάνει τίποτα». Δυστυχώς δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για τον συγκεκριμένο κρατούμενο . Το πρόγραμμα είχε τελειώσει, δεν μπορούσα να έχω πρόσβαση στη φυλακή και οι συνάδελφοι ψυχολόγοι που εργάζονταν εκεί αδυνατούσαν να κάνουν θεραπευτική δουλειά μεμονωμένα, αφού είχαν να προλάβουν ως πυροσβέστες τους εκατοντάδες κρατουμένους που πραγματκά είναι διψασμένοι για όποια υπηρεσία τους προσφέρεται. Η ομαδική δουλειά με κρατουμένους μπορεί να προσφέρει υπηρεσίες σε πολύ μεγαλύτερο αριθμό από ό,τι η ατομική δουλειά με τον καθένα ξεχωριστά. Αλλά αν πράγματι μας ενδιαφέρει η αποτροπή νέων εγκληματικών πράξεων μετά την αποφυλάκιση, τότε είναι αναγκαίο να μετατραπεί η φυλακή σε ένα πραγματικά χρήσιμο θεσμό που ωφελεί τόσο τον κρατούμενο όσο και το περιβάλλον.