Το θέατρο είναι η καλύτερη ενσάρκωση της άλλης σκηνής
Andr
é Green

13 February 2013

Τα πλεονεκτήματα της δραματοθεραπευτικής μεθόδου στην αντιμετώπιση της σχιζοφρένειας υπό το πρίσμα της νευροψυχανάλυσης


 (Άρθρο βασισμένο στη διάλεξη: "Επιδιορθώνοντας τον ραγισμένο καθρέφτη: Τα πλεονεκτήματα της δραματοθεραπευτικής μεθόδου στην αντιμετώπιση της σχιζοφρένειας" που παρουσιάστηκε στο Ευρωπαϊκό Συνέδριο Δραματοθεραπείας και Παιγνιοθεραπείας, το Νοέμβριο του 2012 στην Αθήνα). 




Η τρέλα  υψώνεται ως αντικαθρέπτισμα της φαντασίας. Το σύμβολο της τρέλας  θα είναι τούτος ο καθρέφτης που, δίχως να καθρεφτίζει τίποτα το πραγματικό αντανακλά για λογαριασμό του καθρεφτιζόμενου, τα όνειρα της ξιπασιάς του. Η τρέλα λίγη σχέση έχει με την αλήθεια του κόσμου, όμως έχει να κάνει με την αλήθεια του ανθρώπου, που τόσο καλά μπορεί και ξεδιακρίνει.
Michel Foucault 1964.


H πρόταση που περιέχει η παρουσίαση αυτή είναι η δραματοθεραπευτική αντιμετώπιση της σχιζοφρένειας με βάση την σύνθεση των θεωριών της δραματοθεραπείας, της ψυχανάλυσης και των νευροεπιστημών.

Παρόλο που η σχιζοφρένεια έχει αποτελέσει το αντικείμενο χιλιάδων ερευνών μέσα στους τελευταίους αιώνες, σε μεγάλο βαθμό παραμένει άγνωστη, ιδιαίτερα ως προς την προέλευσή της.

Σύμφωνα με τους Lipska και  Weinberger (2000) υπάρχουν τρία γενικά μοντέλα αιτιολόγησης:
-Το γενετικό και σχετικό με κληρονομικότητα μοντέλο (π.χ. υποδοχείς νικοτίνης α-7 κλπ).
-Το νευροαναπτυξιακό μοντέλο (βλάβες π.χ. στον ιππόκαμπο, διακεκομμένη νευρογένεση π.χ. από ακτίνες Χ, πρώιμο στρες π.χ. από μητρική στέρηση, κοινωνική απομόνωση κλπ).
-Το φαρμακολογικό μοντέλο (π.χ. ψυχώσεις προερχόμενες από αμφεταμίνη κλπ.)

Το άγνωστο βρίσκεται πάντα στα όρια των επιστημών, εκεί ακριβώς όπου οι καθηγητές «τρώγονται μεταξύ τους»  επισημαίνει ο Γκαίτε. Ευτυχώς που στα πλαίσια της μετανεωτερικότητας  οι διαφορετικές οπτικές και επιστήμες  έχουν πάψει να εκφράζονται πολεμικά για την διεκδίκηση της αυθεντίας της αλήθειας.  Η  εποχή και η επιστήμη βρίσκονται σε μία συνεχή αλληλεπίδραση κι έτσι δεν μπορούμε να απαντήσουμε με σιγουριά αν η θεωρία της σχετικότητας προηγήθηκε της μετανεωτερικής σκέψης ή το αντίθετο.

Σήμερα ζούμε μία πρωτοφανή έκρηξη αποκαλύψεων που μας έρχονται από τις νευροεπιστήμες. Αν ο 20ος αι. υπήρξε ο αιώνας αποκωδικοποίησης του γονιδίου, ο 21ος φαίνεται να είναι ο αιώνας αποκωδικοποίησης του εγκεφάλου. Οι σύγχρονες νευροαπεικονίσεις αλλά και οι διαβεβαιώσεις από τους νευροεπιστήμονες της νευροπλαστικότητας του εγκεφάλου ανοίγουν τον διάλογο και τη συνεργασία διαφορετικών επιστημονικών πεδίων στην αντιμετώπιση της ψυχικής ασθένειας, οδηγούν σε συνθέσεις του κοινωνικού και της βιολογίας και αναδύονται ρεύματα όπως: κοινωνική νευροεπιστήμη (Adolphs, 2003) , νευροεπιστήμη του συναισθήματος (Panksepp, 1998), κοινωνιοφυσιολογία (Adler 2002, Gardner 1997).

Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα νέα διεπιστημονικά μορφώματα είναι αυτό της νευροψυχανάλυσης με κυριότερους εκπροσώπους τον Solms και το Νομπελίστα Kandel, που επιχειρεί να αποδείξει την αλήθεια της ψυχαναλυτικής θεωρίας βασιζόμενο στις νευροεπιστήμες.

Μας  δίνεται επιτέλους η ευκαιρία σε όσους ασχολούμαστε με την ψυχοθεραπεία να αποδείξουμε ακόμη και στους πιο δύσπιστους  εμπειριστές, ότι η ψυχοθεραπεία είναι μία διαδικασία που επιφέρει την αλλαγή όχι μόνο στο υποκειμενικό βίωμα του ασθενούς αλλά και στον εγκέφαλό του. Ταυτόχρονα, ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο διερεύνησης των ψυχοθεραπευτικών μας εργαλείων.

Σήμερα γνωρίζουμε ότι ο εγκέφαλος διαθέτει νευροπλαστικότητα κι ότι αυτή σχετίζεται με την εμπειρία και την κοινωνικοποίηση. Η  νευροπλαστικότητά είναι η δυνατότητα του εγκεφάλου  να αναδιοργανώνεται μέσα από μηχανισμούς όπως είναι ο θάνατος νευρώνων (απόπτωση) αλλά και η αναδόμηση ή δημιουργία νέων νευρωνικών συνδέσεων και ομάδων νευρώνων (μέσω των βιωμάτων, της μάθησης, των σχέσεων)  ακόμη και σε μεγάλη ηλικία. Είμαστε τόσο κοινωνικά καθορισμένοι, που ο ίδιος ο θάνατος των νευρώνων επέρχεται όταν παύουν να συνδέονται και να επικοινωνούν μεταξύ τους!

Η ψυχοθεραπεία είναι πρωτίστως μία σχέση. Δύναται ως τέτοια να προκαλέσει αλλαγές στον εγκέφαλο, όχι μόνο του ασθενούς, αλλά, θα τολμούσα να πω και του θεραπευτή. Αυτό συμβαίνει και στο δίδυμο μητέρας-βρέφους (Cozolino, 2009) οι αλλαγές δεν επέρχονται μόνο στον εγκέφαλο του μωρού αλλά και της μητέρας. Για το λόγο αυτό, πιστεύω ότι ιδιαίτερα στη θεραπεία δύσκολων ασθενών πρέπει ο θεραπευτής να διαθέτει τόσο τη γνώση, όσο και νά’χει ο ίδιος ολοκληρώσει τη δική του θεραπεία ώστε να είναι από τη μια ανθεκτικός αλλά ταυτόχρονα προσβάσιμος και να μην φοβάται την ψύχωση.

Πώς προσεγγίζουμε τον ψυχωσικό; Θά’λεγα ότι με βάση την παρανοϊδή-σχιζοειδή θέση της Κλάιν, όλοι έχουμε στην αρχή της ζωής την ψυχωσική εμπειρία. Αυτό το τόσο αρχαϊκό και χαμένο από την συνειδητή μνήμη βίωμα, θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση της κατανόησης και ενσυναίσθησής μας προς τον ασθενή. Από την άλλη, θα στηριχτούμε στις «μη αυτιστικές νησίδες» (Alvarez, 1992)  του σχιζοφρενούς, γιατί πάντα υπάρχει μία νησίδα επικοινωνίας που πρέπει να ανακαλύψουμε. Μία από αυτές είναι η κατακλυσμιαία αγωνία του ψυχωσικού. Αποτελεί ένδειξη ότι έχει μία στοιχειώδη συνείδηση ότι κάτι δεν πάει καλά με την αντίληψή του. Δεν είναι απόλυτα χαμένος στον κόσμο των ψευδαισθήσεων του. Η αγωνία του είναι επίσης και η αιτία ενδυνάμωσης του κινήτρου του ίδιου του ψυχωσικού για θεραπεία.

Η σχιζοφρένεια βιώνεται από τους ίδιους τους πάσχοντες ως ένας ψυχικός θάνατος. Και με βάση την απαραίτητη προϋπόθεση της κοινωνικοποίησης για την επιβίωση μπορούμε ευκολότερα να καταλάβουμε αυτό το αίσθημα ψυχικού θανάτου που περιγράφει το ψυχωσικό υποκείμενο.

Ο σχιζοφρενής, κλείνει τη δίοδο επικοινωνίας με τον άλλο. Απομονώνεται στο κλειστό περίβλημα της ψύχωσης σα να βρίσκει εκεί ένα καταφύγιο από την απειλή που αισθάνεται μέσα στην διαπροσωπική σχέση. Για να γίνει αυτό επέρχεται ρήξη στο συμβολικό κι αυτό προκαλεί όλη την ψυχική κατάρρευση και απομόνωση. Κι ενώ το ασυνείδητο βρίσκεται στην επιφάνεια στον σχιζοφρενή (Freud, 1915), η σχιζοφρένεια μοιάζει με τη λίμνη του Ναρκίσσου που τον ρούφηξε στον πυθμένα της, εκεί στον χώρο του ασυνειδήτου και του σκότους.

H μεταφορά του καθρέφτη (που συνδέεται με το Νάρκισσο) στην τρέλα φαίνεται να προέρχεται από τη σημασία που έχει ο άλλος στη δόμηση της ταυτότητας. Το βλέμμα της μητέρας είναι αυτό που νοηματοδοτεί, δίνει περιεχόμενο και συγκροτεί το βλέμμα του παιδιού, σύμφωνα με τον (Winnicott 1957). Ο πρώτος άλλος είναι η μητέρα και ο πρώτος δεσμός μας μαζί της καθορίζει και τους άλλους (Bowlby).

 Έρευνες πάνω στον πρωταρχικό δεσμό των ψυχωτικών δείχνουν αυξημένα ποσοστά ανασφαλούς (κυρίως αποφευκτικού) τύπου δεσμού, σε σχέση με τον υπόλοιπο πληθυσμό (Dozier,1990; Dozier, Stevenson, Lee, & Valliant, 1991)  και άρα ένα πρωταρχικό βίωμα με αυξημένο άγχος. Ωστόσο, δεν φαίνεται να συναντάμε αυτό το εύρημα σε κάθε περίπτωση σχιζοφρένειας. Eπίσης, οι Parker et al. (1982), Willinger et al. (2002) μιλούν για μνήμες ψυχωτικών που σχετίζονται με γονείς με χαμηλό συναισθηματικό αυτοέλεγχο και έντονες εκδηλώσεις, κάτι που επιβεβαιώνεται από την κλινική εμπειρία, αλλά δεν απαντιέται σε κάθε περίπτωση σχιζοφρένειας.

Από την άλλη, δεν έχει ακόμη ανιχνευτεί κάποιο γονίδιο υπεύθυνο για τη σχιζοφρένεια που να μπορεί να στηρίξει την υπόθεση της κληρονομικότητας. Έτσι, παρόλο που συναντάμε σε μεγαλύτερη συχνότητα ψυχωτικούς σε οικογένειες στις οποίες υπάρχουν κι άλλα μέλη με ψύχωση, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η επανάληψη στην ίδια οικογένεια μπορεί να οφείλεται και σε  ταύτιση κι  όχι κληρονομικότητα.

Αυτή η υπόθεση ενισχύεται και από το γεγονός ότι σε κάθε περίπτωση σχιζοφρένειας ερχόμαστε σε επαφή με τραύματα που έχουν επέλθει από το περιβάλλον και αρνητικές διαπροσωπικές σχέσεις (Larkin and Morrisson 2006). Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα αύξησης σχιζοφρένειας σε περιπτώσεις αιμομιξίας ή παιδικής κακοποίησης. Επίσης, δεν πρέπει να αφήσουμε απ’ έξω τα ψυχωσικά συμπτώματα που αναπτύσσουν θύματα μετατραυματικού σοκ, όπως είναι οι περιπτώσεις στρατιωτών, θύματα βασανιστηρίων κλπ. τα οποία η επίσημη ψυχιατρική τα κατατάσσει στην διαταραχή μετατραυματικού στρες.

Ωστόσο, η σχιζοφρένεια ξεκινά στη συντριπτική της πλειοψηφία στη νεανική ηλικία (Το 60% από 15 ως 30 χρονών) και πλήττει εξίσου και τα δύο φύλα, με τις γυναίκες να την εμφανίζουν λίγο αργότερα από τους άντρες. Είναι η περίοδος που  ο εγκέφαλος ανασχηματίζεται, αναδομείται και ο στόχος του είναι να προγραμματιστεί προκειμένου το υποκείμενο να μπορέσει να συνδεθεί κοινωνικά με άλλο τρόπο, μέσω επαγγελματικών σχέσεων, σεξουαλικότητας κλπ. Στην ουσία είναι η ώρα της ολοκλήρωσης του προμετωπιαίου λοβού, του λοβού που είναι υπεύθυνος για την συγκρότηση και τη συνοχή. Η ασθένεια έρχεται και ανακάμπτει την αυτονομία του νέου, αναγκάζοντάς τον να παραμείνει για χρόνια υπό την προστασία της οικογένειας (κάτι που θα μπορούσαμε να δούμε και υπό το πρίσμα ενός δευτερογενούς οφέλους).

Από την κλινική εμπειρία με σχιζοφρενείς βλέπουμε ότι τραυματικά γεγονότα διαπροσωπικών σχέσεων ή κοινωνικής απομόνωσης εμφανίζονται πολύ συχνά στην εφηβεία, πριν το ξέσπασμα της νόσου. Γεγονότα που σχετίζονται με τη δημιουργία μίας κακής εικόνας εαυτού και ρήξης με ομάδες αναφοράς. Κι αφού ο εγκέφαλος χρειάζεται τη σχέση για να αναπτυχθεί, η κοινωνική απομόνωση της εφηβείας δύναται να ανακάμπτει την εξέλιξη του προμετωπιαίου λοβού.

Φαίνεται ότι ο ψυχισμός μας μπορεί να αντέξει ως ένα βαθμό τα εξωτερικά ή εσωτερικά ερεθίσματα. Από το σημείο αυτό και μετά παρατηρούμε ότι επέρχεται η σχάση. Πρωτόγονοι μηχανισμοί άμυνας επιστρατεύονται και κάτω από ένα τέτοιο πρίσμα φαίνεται να εξηγούνται τα συμπτώματα και της ψύχωσης. Μην μπορώντας το υποκείμενο να αντέξει ψυχικά την ένταση ή το αναπάντεχο ενός ερεθίσματος φαίνεται να παλινδρομεί στο στάδιο του ναρκισσισμού, όπως είχε διαπιστώσει και ο Φρόυντ, αποσύροντας κάθε επένδυση από το εξωτερικό του περιβάλλον.

Η απόσυρση αυτή του ψυχωτικού ωστόσο φαίνεται να είναι μία αμυντική επιλογή. Ο ίδιος επιθυμεί διακαώς την επαφή με τον άλλο. Με τη διαφορά ότι αυτή η επαφή βιώνεται συγχωνευτικά, διεισδυτικά και ο ίδιος χάνεται μέσα στον άλλο. Αυτό το πρόβλημα  φαίνεται να σχετίζεται με την δυσλειτουργία του προμετωπιαίου λοβού και των νευρώνων καθρεφτών. Πρόκειται για το σύστημα που επιτρέπει την ενσυναίσθηση. Μπαίνοντας στη θέση του άλλου, κατανοεί κανείς τα συναισθήματά του. Ωστόσο, δεν χάνει τον εαυτό του μέσα στον άλλο. Εδώ, φαίνεται να υπάρχει ένας μηχανισμός αναστολής, που σταματά τη διάχυση με τον άλλο που στον ψυχωτικό όμως δεν λειτουργεί. Yπάρχουν ενδείξεις ότι αυτό οφείλεται σε μία αύξηση του μεγέθους της ραχιαίας κοιλίας του εγκεφάλου στην περίπτωση της ψύχωσης, που μοιάζει να είναι το κέντρο της λογοκρισίας και της απώθησης (Frieman-Hill et al. 2003, Hamker, 2003, Rousselet et al. 2004).

-Νόμιζα ότι είχα το νεφρό της νεφροπαθούς  γιαγιάς μου (Γ. 28 χρονών)

-Είχα τη σκέψη των γονιών μου (ο ίδιος)

-Μέθυσα ένα βράδυ. Η μητέρα μου με αποκάλεσε αλκοολικό κι από εκείνη τη στιγμή πιστεύω ότι είμαι... ( ο ίδιος)

- Ένα μεγάλο σημείο τριβής με τους γονείς μου ήταν το θέμα του ντυσίματός μου. Επέμεναν να ντύνομαι πιο κόσμια. Αρνιόμουν πεισματικά να φορέσω ρούχα που ήταν δώρα τους, αισθανόμουν ότι γινόμουν ένα με αυτούς. (Κ. 29 χρονών).

-Είχα συγκεντρώσει όλες τις άσχημες αισθήσεις και σκέψεις όλης μου της οικογένειας», λέει ο Γ. που έπασχε από τοξική σχιζοφρένεια (προερχόμενη από αμφεταμίνη-που προκαλεί αύξηση ντοπαμίνης) για το παραλήρημά του.

Το σίγουρο είναι ότι ο ψυχωτικός παλινδρομεί σε ένα αρχαϊκό προοιδιποδειακό στάδιο. Η παλινδρόμηση φαίνεται να στηρίζεται από πολλά σημεία. Ο σχιζοφρενής φαίνεται να λειτουργεί περισσότερο με το δεξί τμήμα του εγκεφάλου, το οποίο είναι το κέντρο των μη λεκτικών συναισθηματικών προσλήψεων και το οποίο υπερισχύει σε όλα τα βρέφη ως την ηλικία των δύο ετών που εμφανίζεται ο λόγος, στιγμή που η πρωτοκαθεδρία περνά στους περισσότερους στο αριστερό ημισφαίριο.

Αυτό φαίνεται από την αυξημένη ευαισθησία του ψυχωτικού στο να προσλαμβάνει τα σήματα του περιβάλλοντός του. Στην κλινική πρακτική, μου έχει κάνει εντύπωση ο βαθμός που οι ψυχωτικοί ασθενείς αντιλαμβάνονται την παραμικρή κίνηση μυών του προσώπου   ή διαβάζουν κινήσεις του σώματός μου, παρόλο που η δραματοθεραπευτική δουλειά μου εμπνέεται από την ψυχαναλυτική πρακτική και την καλοπροαίρετη ουδετερότητα. Επίσης, είναι πολύ εμφανές, στις αρχές της θεραπείας τους, το άγχος της επαφής.

Έρευνες δείχνουν πως όσοι έχουν υποστεί τραυματισμό σε προγενέστερη φάση διαβάζουν πιο γρήγορα τα σήματα που ο άλλος δίνει, όντας σε μία κατάσταση υπερδιέγερσης, από ό,τι τα άλλα υποκείμενα, αλλά ερμηνεύουν λάθος τις περισσότερες φορές αυτό που βλέπουν.  

Γνωρίζουμε ότι υπάρχουν δύο δρόμοι που μπορεί να πάρει ένα συναισθηματικό ερέθισμα για να προκαλέσει αντίδραση (Le Doux 1996). Ο ένας είναι ο σύντομος  που βοηθάει στην επιβίωση όταν πρέπει  να αντιμετωπίσουμε άμεσα έναν κίνδυνο και είναι υποφλοιικός και πάει κατευθείαν από τον θάλαμο στην αμυγδαλή, ενώ ο δεύτερος είναι ο  έμμεσος και μακρύτερος φλοιικός δρόμος ο οποίος περνά μέσα από διαφορετικά φλοιικά σημεία για να καταλήξει στην αμυγδαλή.  Ο δεύτερος δρόμος, αν και είναι πιο αργός, είναι αυτός που επιτρέπει την εκτίμηση της κατάστασης (φλοιός) και καθορίζει την αντίδραση του φόβου (αμυγδαλή).

Καθώς ο εγκέφαλος του σχιζοφρενή φαίνεται να έχει προβλήματα στο επίπεδο του φλοιού (μετωπιαίου και βρεγματικού), αυτή η φάση της εκτίμησης φαίνεται να μην γίνεται και λειτουργεί πάντα όντας σε συναγερμό. Εξού και η κατακλυσμιαία αγωνία του. Η πρωτοκαθεδρία του δεξιού ημισφαιρίου, η μη συμμετοχή της περιοχής Broca υπεύθυνης για την παραγωγή λόγου και η διαταραχή στο επίπεδο του φλοιού φαίνεται να του στερούν τη δυνατότητα συμβολοποίησης, λογικής επεξεργασίας και μεταβολισμού. Πλήττονται δηλαδή οι περιοχές του εγκεφάλου που είναι υπεύθυνες για τις δευτερογενείς διεργασίες.

Η σχάση, το βασικότερο χαρακτηριστικό της σχιζοφρένειας από την οποία πήρε και το όνομά της το 1911 από τον Bleuler, αφορά σε  όλα τα επίπεδα (μνήμη, ταυτότητα, σχήμα του σώματος, σκέψη, λόγος)... Όλα αυτά είναι η αιτία της παρανόησης, της δημιουργίας μίας αντίληψης της πραγματικότητας που διαθέτει μόνο ο ίδιος. Σαν τη Λάουρα, την ηρωίδα του «Γυάλινου κόσμου» του Τ. Γουίλιαμς (που είναι ένας ρόλος μεταφορά  της ψυχωτικής αδελφής του συγγραφέα, Ρόουζ), ο ψυχωτικός κλείνεται στον δικό του γυάλινο κόσμο έχοντας κάνει μία μεγάλη ρήξη με τον πραγματικό.

-Καλημέρα σας... ήρθα...επειδή...είμαι...σε...κατάθλιψη...τα...τελευταία...τρία...χρόνια (διάρκεια άρθρωσης της παραπάνω πρότασης: 35 λεπτά περίπου).

Ο λόγος του Κ. 26 ετών, στο πρώτο ραντεβού,  είναι κατακερματισμένος και απαιτεί  υπομονή για να μπορέσει να αρθρωθεί η πρόταση που περικλείει το αίτημά του για θεραπεία.

Οι Rauch κ.ά. (1996) βρήκαν ότι  όταν υπάρχει μία μεγάλη διέγερση μειώνεται η ενεργοποίηση στην περιοχή Broca που είναι υπεύθυνη για τη γλωσσική παραγωγή. Όπως στη διαταραχή του μετατραυματικού στρες, η σχάση έχει να κάνει με την απώλεια  γνωστικής ευελιξίας που υποβοηθιέται από την συνειδητότητα και τη γλώσσα (Cosolino 2009).

Ένα κέντρο του εγκεφάλου που ακόμη διερευνάται αλλά φαίνεται να σχετίζεται με την σχάση  είναι η νήσος. Η νήσος είναι μία περιοχή στον φλοιό που συνδέει πολλές περιοχές του φλοιού με το μεταιχμιακό σύστημα. Eπεξεργάζεται και ενοποιεί τα δεδομένα του εξωτερικού αισθητηριακού ερεθίσματος με το μεταιχμιακό σύστημα και οδηγεί στη συνειδητότητα του σώματος (Willie, Tregellas 2010).

Η σωματική αντίληψη είναι η βασικότερη από όλες τις άλλες για την αντίληψη του εαυτού (Damazio 2003) αλλά και της πραγματικότητας. Φαίνεται ότι το δέρμα είναι η επέκταση του εγκεφάλου. Τόσο ο Φρόυντ όσο και σύγχρονοι ψυχαναλυτές υποστηρίζουν ότι η αναπαράσταση διαμεσολαβείται από την αντίληψη και αυτή από τις αισθήσεις, άρα η αναπαράσταση είναι κατά βάση αντιληπτική (Roussillon 2009).

-Η σχέση με το σώμα μου είχε χαλάσει κατά την περίοδο της κρίσης.

-Αισθανόμουν ότι μέλη του σώματός μου μεγάλωναν.

 Ωστόσο, το παραλήρημα και η ψυχωτική ψευδαίσθηση, (τα λεγόμενα «θετικά συμπτώματα» της σχιζοφρένειας) διαθέτουν νόημα, ανάλογο με το όνειρο και δω έγκειται η μεγάλη συμβολή της ψυχανάλυσης στην κατανόηση τέτοιου ψυχικού υλικού.  

Όμως,  παρόλο που η ψυχανάλυση μπορεί να μας οδηγήσει στο νόημα και να βοηθήσει στη δημιουργία ενός σταθερού και ασφαλούς πλαισίου ψυχοθεραπείας, πιστεύω ότι δεν αρκεί για τη θεραπεία του σχιζοφρενούς γιατί στηρίζεται στο λόγο και ο λόγος του ψυχωτικού είναι διαταραγμένος και ρηχός. Η αποσυμβολοποίηση που έχει συμβεί από τη μη συνεργασία των δύο ημισφαιρίων και τις νευροανατομικές διαταραχές δεν του επιτρέπει τον ελεύθερο συνειρμό. Οι γνωστικές λειτουργίες επηρεάζονται και από άλλα σημεία του εγκεφάλου, όπως είναι ο ιππόκαμπος.

Η διαταραχή του ιπποκάμπου (που σχετίζεται με την αυξημένη ύπαρξη ντοπαμίνης) φέρει διαταραχές στη μνήμη αλλά και στην αντίληψη του χώρου.

-Βρισκόμουν σε ένα δωμάτιο, αλλά δεν γνώριζα πώς έφτασα ως εκεί.

Με βάση όλες αυτές τις ιδιαιτερότητες στον εγκέφαλο του σχιζοφρενούς, δεν είναι τυχαίο που επικράτησε η φαρμακοθεραπεία όλα αυτά τα χρόνια που αγνοούνταν η νευροπλαστική ικανότητα του εγκεφάλου. Ακόμη όμως και σ’ αυτή την αντίληψη, ο συνδυασμός φαρμακοθεραπείας και ψυχοθεραπείας έχει αποδειχθεί ότι είναι περισσότερο αποτελεσματικός ως προς την λειτουργικότητα του ασθενούς.

Τα αποτελέσματα των αντιψυχωτικών φαρμάκων είναι πράγματι εντυπωσιακά και εμφανή, καθώς εξαφανίζουν τα «θετικά συμπτώματα» της ψύχωσης, δηλαδή το παραλήρημα και τις ψευδαισθήσεις.

Ωστόσο υπάρχουν πολλές επιφυλάξεις ως προς την επήρεια που έχουν στα «αρνητικά συμπτώματα» της σχιζοφρένειας, δηλαδή στη μείωση των γνωστικών ικανοτήτων του ασθενούς. Ωστόσο, η τελευταία γενιά φαρμάκων φαίνεται να μην επιδεινώνουν τις γνωστικές λειτουργίες του ασθενούς.

Συγκριτικές έρευνες που έχουν γίνει στα πλαίσια της Διεθνούς Μελέτης της σχιζοφρένειας (ISoS) του Παγκόσμιου οργανισμού Υγείας, ωστόσο, δείχνουν ότι σε χώρες που υπάρχει έλλειψη αντιψυχωτικών φαρμάκων, οι χρόνιες ψυχώσεις είναι πολύ σπανιότερες από ό,τι στον δυτικό κόσμο (Hopper and Wanderling 2000). Με βάση αυτά τα στοιχεία, καταλαβαίνουμε ότι η αντιψυχωτική αγωγή ενδέχεται να διαμορφώνει ένα βιοχημικό περιβάλλον στον οργανισμό που να δυσκολεύει την επιστροφή στην προγενέστερη μη-ψυχωτική κατάσταση.

Ο νευροεπιστήμονας Michael Merzenich είναι από τους πρώτους που κατάλαβαν την νευροπλαστική ικανότητα του εγκεφάλου εδώ και τρεις δεκαετίες. Εκείνη την εποχή υποστήριξε ότι η εξάσκηση του εγκεφάλου με ασκήσεις-τεχνικές  είναι σε θέση να παράξει τα ίδια αποτελέσματα με αυτά που προκαλούν τα αντιψυχωτικά φάρμακα. Επίσης, υποστήριξε, κάτι που σήμερα επιβεβαιώνεται, ότι η νευροπλαστικότητα του εγκεφάλου υπάρχει κατά τη διάρκεια όλης της ζωής, άρα οι αλλαγές μπορούν να συμβούν σε κάθε ηλικία.

Το σύγχρονο ρεύμα που επίσης κερδίζει έδαφος κι έχει χαρακτηριστικά κινήματος, είναι το Κίνημα «Ακούγοντας φωνές» («Hearing voices») που ξεκίνησε από το Marius Romme και τη Sandra Escher στην Ολλανδία και εφαρμόζεται κυρίως στις Σκανδιναβικές χώρες. Πρόκειται για μία θεραπευτική προσέγγιση που δίνει έμφαση στο κοινωνικό περιβάλλον του ψυχωτικού με διεπιστημονική μεγάλη ομάδα, αλλά το σχήμα αυτό θεραπείας είναι οικονομικά πολύ δαπανηρό και δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε χώρες με μειωμένα κονδύλια για την υγεία.

Εντυπωσιακή και πολύ χρήσιμη στην παγκόσμια κοινότητα που ασχολείται με το θέμα της σχιζοφρένειας είναι η ερευνητική δουλειά του Graham Murray, στις Η.Π.Α. Ο Murray και η ομάδα του χρησιμοποιούν τις λειτουργικές νευροαπεικονίσεις του εγκεφάλου (fMRI) για να αποκωδικοποιήσουν τον τρόπο εγκεφαλικής λειτουργίας του σχιζοφρενούς και ποιες περιοχές εμπλέκονται στην παραγωγή συμπτωμάτων.

Με βάση τις νευροαπεικονίσεις και την αποκωδικοποίηση της εγκεφαλικής λειτουργίας, όχι μόνο στην ψύχωση, αλλά σε κάθε περίπτωση, μπορούμε να σχεδιάσουμε μία δραματοθεραπευτική παρέμβαση εξατομικευμένη, με τεχνικές-ασκήσεις που έχουν ως στόχο τη δημιουργία νέων νευρωνικών συνδέσεων αλλά και την ενεργοποίηση εγκεφαλικών περιοχών που έχουν λιγότερο ή περισσότερο αδρανοποιηθεί. Ωστόσο, απαιτούνται πολλές ακόμη στοχευμένες έρευνες σε κάθε πληθυσμό.

Για το λόγο αυτό, κι όχι μόνο για τους δραματοθεραπευτές, αλλά για κάθε ψυχοθεραπευτική προσέγγιση, θα είναι χρήσιμο να δίνεται από την πολιτεία η ευκαιρία σε κάθε πολίτη που αντιμετωπίζει ένα ψυχικό πρόβλημα να μπορεί μέσω του ταμείου του να έχει πρόσβαση σε ακτινολογικές τέτοιες υπηρεσίες. Ταυτόχρονα, χρειάζεται μία καλή εξειδίκευση στους ακτινολόγους πάνω στις λειτουργικές νευροαπεικονίσεις (fMRI) καθώς και σύγχρονα μηχανήματα.

Μία τέτοια διεπιστημονική συνεργασία μπορεί να φέρει εξαιρετικά αποτελέσματα στην αντιμετώπιση προβλημάτων όπως είναι η ψύχωση, αλλά και σε νευροεκφυλιστικές ασθένειες όπως είναι η άνοια, το Alzheimer κ.λ.π.

Παρόλη την έλλειψη των παραπάνω στοιχείων, και βάση μόνο της κλινικής εμπειρίας και της αλήθειας των περιστατικών και του λόγου του κάθε ασθενούς,  έχουμε δει ότι το ψυχαναλυτικό μοντέλο της δραματοθεραπείας έχει καταφέρει να φτάσει στην εξάλειψη των ψυχωτικών συμπτωμάτων και στην πλήρη επανακοινωνικοποίηση όσων ψυχωτικών ασθενών έχουν ακολουθήσει αυτή τη θεραπευτική διαδικασία.

Στις περισσότερες περιπτώσεις, η δραματοθεραπευτική προσέγγιση έχει εφαρμοστεί σε συνδυασμό με τη φαρμακοθεραπεία, η οποία σταδιακά ελαττώνεται έως την πλήρη παύση της. Ωστόσο, έχουν υπάρξει περιστατικά, που δεν επιθυμούσαν να λάβουν φαρμακευτική αγωγή και όντας κάθετοι προς αυτή την απόφαση δουλέψαμε μόνο δραματοθεραπευτικά. Αυτές οι συγκεκριμένες περιπτώσεις ασθενών που κατέφτασαν στο γραφείο μου, είναι ωστόσο ανθρώπων που είχαν μόλις ανοίξει ψυχωτικό επεισόδιο και δεν είχαν χρόνια συμπτώματα ψύχωσης. Εδώ, η εξαφάνιση των θετικών συμπτωμάτων γίνεται αρκετά γρήγορα, τα αρνητικά συμπτώματα δεν έχουν παγιωθεί και η επαναφορά έχει πολύ καλή πρόγνωση και δεν αργεί.

Πώς δουλεύει όμως η δραματοθεραπεία στον ψυχωτικό ασθενή; Πώς και έχουμε τόσο θετικά αποτελέσματα;

Η δραματοθεραπεία μοιάζει να λειτουργεί ως μέθοδος-σύνδεσμος. Ξεκινάμε να δουλεύουμε με το υγιές τμήμα του ψυχωτικού και σιγά σιγά αυτό εξαπλώνεται. Είναι σε θέση να θεραπεύσει τη σχιζοφρένεια και το γεγονός αυτό πιστοποιείται από τις επιτυχείς δραματοθεραπευτικές παρεμβάσεις σε περιπτώσεις ψυχωτικών με χρόνια συμπτώματα, οι οποίοι κατάφεραν να φτάσουν στο τέλος της φαρμακευτικής αγωγής και να ζουν φυσιολογικά.

 Ας δούμε το γιατί:

1)     H δραματοθεραπεία αγγίζει καλύτερα την προοιδιπόδεια παλινδρόμηση του ψυχωτικού από τις θεραπείες λόγου που απαιτούν ωριμότερη ψυχική οργάνωση.

2)     Το δεξί ημισφαίριο, το οποίο φαίνεται να υπερισχύει στην ψύχωση αλλά και στη βρεφική ηλικία, εκφράζεται μέσα από τη δραματοθεραπεία περισσότερο από ό,τι σε θεραπείες μέσω λόγου (όπου υπερισχύει το αριστερό). Ταυτόχρονα, μέσα από τη διαδικασία του λόγου αναπτύσσεται και το αριστερό. Η δράση γίνεται μοχλός αφήγησης (επιδρά έτσι πάνω στον λόγο).

3)     H δραματοθεραπεία είναι πολυαισθητηριακή μέθοδος. Εμπλέκει όλο το σώμα και τις αισθήσεις. Η αλλαγή έρχεται και από  την περιφέρεια, από τις αισθήσεις, προς τον εγκέφαλο, (bottom-up). Το δέρμα φαίνεται να είναι η συνέχεια του εγκεφάλου. Ο εγκέφαλος δεν θα λειτουργούσε χωρίς το σώμα και το σώμα χωρίς τον εγκέφαλο. Είναι χαρακτηριστική η δουλειά της Gisella Pankov πάνω στη σημασία του σώματος στη δουλειά που έκανε με αυτιστικό πληθυσμό.

4)     Δουλεύουμε  την επικοινωνία μέσω  της διατροπικότητας (comodalité) (βλ. Stern). Αυτό σημαίνει ότι ανοίγει ο δρόμος για εμπλουτισμό της εκφραστικότητας, άρα βελτιστοποίηση της επικοινωνίας, αλλά και ενοποίησης του κομματιασμένου σώματος.

5)     Η δράση ενέχει αρχή, μέση και τέλος (Το σώμα του έργου δεν είναι κομματιασμένο).

6)     Η δράση, όντας συμβολική στα πλαίσια της δραματοθεραπείας, ενέχει πάντα νόημα που αποκαλύπτεται.

7)     Ο άλλος (θεραπευτής) διαμεσολαβείται μέσω του έργου και γίνεται λιγότερο απειλητικός, προσβάσιμος και έτσι επιτρέπεται η διυποκειμενικότητα. Η συγχωνευτική (ή διεισδυτική) σχέση με τον άλλο αποφεύγεται καθώς δημιουργείται ένα τρίγωνο (εγώ, το έργο, ο άλλος) που λειτουργεί δομικά όπως το οιδιπόδειο. Με το έργο είναι σαν να εισάγεται ο πατρικός νόμος (έχει διάρκεια, ενότητα, κανόνες). Μοιάζει να εξελίσσεται ο ψυχωτικός στο στάδιο που το παιδί  δείχνει με τον δείκτη ένα τρίτο αντικείμενο στη μητέρα, ένα στάδιο που δεν το συναντάμε στον αυτισμό (που είναι τόσο κοντά στην ψύχωση). Η  αντίληψη γίνεται τρισδιάστατη, αποκτά βάθος και με το βάθος δημιουργείται η απόσταση ασφαλείας για τη μη συγχώνευση με τον θεραπευτή. Το έργο του Piaget για την ανάπτυξη της γεωμετρικής αντίληψης στο παιδί μπορεί να συμβάλει στην κατανόηση του μηχανισμού. (La representation de lespace chez lenfant  1947).

8)     Η σωματική επαφή με τους άλλους (στην περίπτωση της ομάδας) επιτρέπει τον επανακαθορισμό των ορίων του σώματος και τη αναδόμηση της ταυτότητας μέσα από την διάκρισή της από την ετερότητα.

9)     Η δουλειά με διαφορετικές μορφές  ζωτικότητας (Stern 2010) (ρυθμός, ένταση, κίνηση, προσωδία, στάση του σώματος, έκφραση προσώπου κ.ά.) με στόχο την αλλαγή  της υπό ή υπέρ τονικότητας του σχιζοφρενή και την ανάπτυξη αυτοελέγχου.

10) Η ίδια η μεταφορά έχει συχνά ως βάση τη σωματική εμπειρία (Johnson-Lakoff 1987). Η σύνδεση του σωματικού βιώματος με τη γλώσσα, οδηγεί στην ενεργοποίηση και του αριστερού ημισφαιρίου ιδιαίτερα των περιοχών Broca και Wernicke (που είναι υπεύθυνες για την παραγωγή αλλά και κατανόηση του λόγου).

11) Το σημασιολογικό πεδίο αυξάνεται στη δραματοθεραπεία (λέξη, δράση,  εκδραματίσεις). Αυτό δεν αφορά μόνο στη δουλειά με τον ψυχωτικό αλλά γενικότερα. Η παραγωγή νοήματος διευκολύνεται καθώς πολλά μέσα εμπεριέχονται στην θεραπευτική διαδικασία και συμπληρώνουν το παζλ της κατανόησης του εαυτού.

12) Τα σύμβολα, μέσα από την πολυσημία τους, μπορούν να προσφερθούν στην αντίληψη διαφορετικών όψεων της πραγματικότητας, χωρίς φόβο. Είναι χαρακτηριστική η απουσία αυτοπεποίθησης του ψυχωτικού ασθενούς. Έχοντας περιθωριοποιηθεί από το σύνολο, έχει την τάση να αποφεύγει κάθε απομάκρυνση από την επικρατούσα αντίληψη. Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι περισσότερο σύνθετη και διακατέχεται από περισσότερες αναπαραστάσεις από μία. Μέσα από τη δουλειά με τα σύμβολα, ο ψυχωτικός παύει να φοβάται την απομάκρυνση από την πλειοψηφούσα αντίληψη και χωρίς ωστόσο να την παραβλέψει, μπορεί να προσθέσει κι άλλες αναπαραστάσεις.

13) Καθώς πάσχει η λειτουργία της ενσυναίσθησης, το όριο της σκηνής είναι αυτό που προστατεύει από την σύντηξη με τον άλλο. Ως θεατής ο σχιζοφρενής μαθαίνει να συναισθάνεται αυτόν που παίζει στη σκηνή χωρίς να χάνεται.  Εδώ δουλεύουμε  με στόχο την ενεργοποίηση και ανάπτυξη της νευρωνικής διασύνδεσης του  προμετωπιαίου λοβού (ιδιαίτερα τους νευρώνες-καθρέφτες).

14) Όπως το όνειρο, η ψευδαίσθηση ή το παραλήρημα ενώνουν στοιχεία από διαφορετικά σημεία του εγκεφάλου, έτσι και το δράμα. Η διαφορά είναι ότι δεν υπάρχει ναρκισσιστική επένδυση αφού το δράμα κοινωνείται και με άλλους. Η φαντασία βγαίνει από το ασφυκτικό ναρκισσιστικό περίβλημα και γίνεται απαραίτητο στοιχείο καλλιτεχνικής παραγωγής.

15) Η ανάγκη επίλυσης πρακτικών προβλημάτων κατά τη δραματοποίηση αλλά και σε άλλες τεχνικές έχει ως συνέπεια την ενεργοποίηση του αριστερού ημισφαιρίου.

16) Η αυτοεκτίμηση ενώ συνήθως πλήττεται από τη φαρμακοθεραπεία, που συνήθως επιφέρει το αίσθημα μη ελέγχου του σώματος, βελτιώνεται στη δραματοθεραπεία καθώς υπάρχει η αίσθηση ενός σώματος που ζωντανεύει και επανακατοικείται.

17)  «Η τελετουργία, μέσα από τη χρήση συμβόλων της ανωμαλίας, μπορεί να ενσωματώσει το κακό και το θάνατο μαζί με τη ζωή και την καλοσύνη, σε ενιαίο, μεγάλο, ενοποιητικό πρότυπο». (Douglas). Η τελετουργία είναι μία βασική τεχνική της δραματοθεραπείας.  Πρώτα χρησιμοποιήθηκε από τον Mitchell στη δουλειά του με ψυχωτικούς  ο οποίος, όπως και η Douglas, πίστευε ότι μέσα από την τελετουργία γινόταν αναδόμηση και ενσωμάτωση του συναισθηματικού υλικού μέσα από μία δημιουργική διαδικασία.

18) H δραματοθεραπεία είναι η μέθοδος που ενεργοποιεί αυτό που λένε οι Donnet & Green (1973), Roussillon (1991), την «αναπαράσταση της αναπαράστασης», ή τον αναστοχασμό. Και η αναπαράσταση για τον Roussillon προέρχεται πάντα από τη σωματική εμπειρία.

19) Το θέατρο είναι ίσως η πιο κοινωνική τέχνη. Η επικοινωνία επιτελείται σε πολλά επίπεδα. Αυτός που υποδύεται ένα ρόλο καλείται να επικοινωνήσει με τον συγγραφέα, τον σκηνοθέτη, τους άλλους ηθοποιούς στη σκηνή, με το κοινό, αλλά και με τον ίδιο του τον εαυτό, αφού ο ρόλος είναι ένας άλλος. Ίσως για το λόγο αυτό δεν συναντιέται συχνά η ψύχωση σε ηθοποιούς, αν κάνουμε τη σύγκριση με τη συχνότητα ψυχώσεων σε άλλες τέχνες όπως είναι η ζωγραφική και η μουσική. Αυτό συμβαίνει γιατί το ίδιο το θέατρο ενέχει αυτό το παράδοξο. Από τη μια είναι μία η εμφάνιση και έκθεση πάνω στη σκηνή εισάγει μία ναρκισσιστική πρόκληση ένα ρίσκο για το ναρκισσισμό, από την άλλη η σκηνή θέτει το υποκείμενο αναγκαστικά προς τον άλλο (θεατή, λοιπούς συντελεστές της αναπαράστασης) με στόχο την επικοινωνία. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της δραματοθεραπείας-περφόρμανς, μίας μορφής δραματοθεραπευτικής παρέμβασης σε σχιζοφρενείς που όλη η περφόρμανς στηρίζεται στο προσωπικό υλικό των ασθενών, μετουσιώνεται και παίζεται μπροστά σε κοινό (Yiotis 2002).

Το ψυχαναλυτικό μοντέλο δραματοθεραπείας, εισάγει πέρα από τον στόχο της ανεύρεσης, ή συγκατασκευής νοήματος,  και ένα πολύ σταθερό και ασφαλές πλαίσιο που τόσο χρειάζεται ο ψυχωτικός ασθενής.  Το χρειάζεται γιατί στην ψύχωση έχει χάσει τα δικά του όρια. Χάνοντας τα όρια του σώματος, η ταυτότητα φαίνεται σα να διαχέεται. Η οριοθέτηση στο ψυχαναλυτικό πλαίσιο της δραματοθεραπείας προσφέρει ένα καλό περιέχον που βοηθάει στην αναδόμηση της ταυτότητας.

«-Με βοήθησε πολύ το ότι το πλαίσιο ήταν τόσο ασφαλές»

«-Κομβικό σημείο στην θεραπεία μου ήταν  η πρώτη φορά που με άγγιξε ένα μέλος στην ομάδα».

«Οι δράσεις με βοηθούν πολύ να καταλάβω τι μου συμβαίνει».

Τα παραπάνω λόγια του Κ. είναι παρμένα μέσα σε διαφορετικές συνεδρίες. Βλέπουμε όχι μόνο το πώς ο ίδιος βιώνει την θεραπευτική παρέμβαση, αλλά και πόσο ικανός είναι πια στον αναστοχασμό.

Ως φόρο τιμής στον μελετητή της "Ιστορίας της τρέλας" Michel Foucault για την διαίσθησή του ότι το θέατρο είναι η καταλληλότερη θεραπεία της ψύχωσης, κλείνω το άρθρο αυτό, αφιερώνοντας του τον πρόλογο και τον επίλογο: 

« Η θεατρική αναπαράσταση φαινομενικά τουλάχιστον πρόκειται για μία τεχνική ολωσδιόλου αντίθετη μ’ εκείνην του ξυπνήματος. Τότε, αντιμέτωπο το παραλήρημα και στη ζωηρή αμεσότητά του, ερχόταν το υπομονετικό έργο της λογικής. Είτε σαν μια μακρόπνοη παιδαγωγική μέθοδος, είτε σαν αιφνίδια εισβολή, η λογική επιβαλλόταν από μόνη της και, κατά κάποιο τρόπο, στηριγμένη μονάχα στο δικό της βάρος. Το μη-είναι τη τρέλας και η κενότητα της πλάνης θα έπρεπε τελικά να υποχωρήσουν μπροστά σε τέτοια πίεση της αλήθειας. Εδώ η  θεραπευτική επιχείρηση διαδραματίζεται ολότελα μέσα στο χώρο της φαντασίας και το μη-πραγματικό συμμαχεί με τον εαυτό του. Το φανταστικό θα πρέπει κι αυτό να μπει στο παιχνίδι του πραγματικού, να γεννήσει πρόθυμα νέες εικόνες να παραληρήσει κι αυτό μέσα στο παραλήρημα και, δίχως να αντιτεθεί ή να αντιπαραταχθεί, δίχως καν μια ορατή διαλεκτική σχέση, ολότελα παράδοξα, να θεραπεύσει...».


Βιβλιογραφία


Bαρτζόπουλος Ι.,  Στυλιανίδης Στ., (Eπιμ.) (2008), Ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία της σχιζοφρένειας, Αθήνα: Καστανιώτης.
Bateson G.,  Jackson D., Haley J.,Weakland J.H., (1980), Vers une theorie de la schizophrenie, in Bateson G. Ed., Vers une ecologie de l’esprit, Paris: Le seuil.
Benoit J.C., Malarewicz J-A., Beaujean J., Colas Y., Kannas S., (1988) Dictionnaire clinique des therapies familiales systemiques., Paris : E.S.F.
Berry, K., Band, R., Corcoran, R., Barrowclough, C. & Wearden, A. (2007). Attachment styles, interpersonal relationships and schizotypy in a non-clinical sample. Psychology and Psychotherapy, 80, 563-576.
Berry, K., Barrowclough, C. & Wearden, A. (2008). Attachment theory: A framework for understanding symptoms and interpersonal relationships in psychosis. Behaviour Research and Therapy, 46, 1275-1282.
Berthoz A., Jorland A., (2004), L’empathie, Paris: Odile Jacob.
Bowlby J. (1988), A secure base, Oxon: Routledge.
Chabrol H., Callahan S., (2004), Mécanismes de défense et coping, Paris : Dunod.
Cozolino L., (2006), The neuroscience of human relationships, New York-London: W.W. Norton & Company.
Damasio, A.  R., (2003). Looking for Spinoza: Joy, Sorrow, and the Feeling Brain, Harcourt, Inc., Orlando, FL.
David A., Kapur S., McGuffin P., (Eds.), (2011), Schizophrenia The final Frontier: A Festschrift for Robin M. Murray, Hove and New York: Psychology Press Taylor & Francis Group.
Douglas M, (2004), Καθαρότητα και κίνδυνος: Κοσμική μίανση, στο  Τα όρια του σώματος: Διεπιστημονικές προσεγγίσεις, Eπιμ. Δ. Μακρυνιώτη, Αθήνα: Νήσος.
Dozier, M. (1990). Attachment organisation and treatment use for adults with serious psychopathological disorders. Development and Psychotherapy, 2, 47–60.
Dozier, M., Stevenson, A. L., Lee, S. W., & Velligan, D. I. (1991). Attachment organization and familial overinvolvement for adults with serious psychopathological disorders. Development and Psychopathology, 3, 475–489.
Διαγνωστικά κριτήρια DSM-IV, Iατρικές εκδόσεις Λίτσας.
Foucault M. (1964) L’histoire de la folie a l’âge classique, Paris: Gallimard.
Freud S., «The unconscious », Standard Edition, 1915, t. 14.
Gazzaniga, M., 2008, Άνθρωπος: Η επιστήμη πίσω από όσα μας κάνουν μοναδικούς, Αθήνα: Κάτοπτρο.
Jennings, S., 2011, Healthy attachments and neuro-dramatic play, London and Philadelphia: Jessica Kingsley Publishers.
Kandel, E., Schvartz J., Jessel, T., 2011, Nευροεπιστήμη και συμπεριφορά, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης.
Korey, W., Tregellas, J., 2010, The role of the insula in schizophrenia, in Schizophrenia Research, Nov. 1.
Lakoff G., Johnson M., (1980), Metaphors we live by, Chicago: University of Chicago.
Laplanche J., Pontalis J.B., (1967), Vocabulaire de la psychanalyse, Paris: P.U.F.
Larkin, W.,  Morrison, A. P. (2006),  Understanding Trauma and Psychosis. Hove: Brunner-Routledge.
Le Doux, J., (1996), The emotional brain: The mysterious underpinnings of emotional life, New York: Simon & Schuster.
Lipska, B. J., Weinberger, D.R. (2000), To model a psychiatric disorder in animals: Schizophrenia as a reality test, Neuropsychopharmacology, 23,223-239.
Μακρυνιώτη Δ., (2004), Τα όρια του σώματος: Διεπιστημονικές προσεγγίσεις, Αθήνα: Νήσος.
ΜcFarlane, WR (1983), Family therapy in schizophrenia, New York: Guilford Press.
Ouss, L., Golse, B., Georgieff, N., Widlocher, D., Eds., 2009,  Vers une neuropsychanalyse?, Paris : Odile Jacob.
Roussillon R.,  “Symbolisation primaire et identité” in Agonie, clivage et symbolisation, 1999, Paris: P.U.F.: “Le fait psychanalytique”.
Schilder P., (1950), L’ image du corps, Paris : Gallimard.
Solms M., “Freud returns”, in Scientific American, 2004, 290, p.83-84.
Snyder, P. J., (Senior Ed.), 2006, Clinical Neuropsychology, Washington: American Psychological Association.
Σταύρου Δ., (2004), H τρέλα στον Τέννεσσι Ουίλιαμς: Η αναπαράστασή της και η θεραπευτική διάσταση της τέχνης (της συγγραφής) στον συγγραφέα, http://drama-mediation.blogspot.gr/2010/12/h.html.
Stavrou D. (2010) La méthode de la dramathérapie, présentation au séminaire organisé  par Creathérapie à Perpignan. (http://drama-mediation.blogspot.gr/2010/10/la-methode-de-dramatherapie.html)
Stern, D., (2010), Les formes de vitalité, Paris : Odile Jacob.
Yiotis, L., (2002), Dramatherapy performance and schizophrenia, PHD thesis, University of  Hertfordshire.
Wiart, Y., (2011),  L’attachement un instinct oublié, Paris : Albin Michel.
Willinger U., Heiden A.M., Meszaros K.,  (2002), Maternal bonding behaviour in schizophrenia and schizoaffective disorder, considering premorbid personality traits. In Australian and New Zealand Journal of Psychiatry, 36.
Winnicott D., W., (1957),  The Child and the Family, London: Tavistock.
Xαρτοκόλλης Π. 1991, Εισαγωγή στην ψυχιατρική, Αθήνα: Θεμέλιο.