(Άρθρο που θα δημοσιευτεί στο επόμενο τεύχος του περιοδικού: "Μεγαλώνω το παιδί μου")
Γνωριμία με τη Δραματοθεραπεία
Η χρήση του θεάτρου ως θεραπευτικό μέσο ξεκίνησε από την αρχαία Ελλάδα. Ο Ασκληπιός είχε ήδη αντιληφθεί τη θεραπευτικότητα του θεάτρου και δίπλα από τα θεραπευτήριά του υπήρχαν θέατρα. Σήμερα είναι γνωστό ότι στα θεραπευτήρια αυτά υπήρχαν και ασθενείς που έπασχαν από ψυχικά νοσήματα. Η κάθαρση που επερχόταν από την παρακολούθηση της παράστασης πιστευόταν ότι ωφελούσε τους θεατές που ταυτίζονταν με τους ήρωες. Διονυσιακές τελετές γίνονταν και στην Αττική σε ανθρώπους που επρόκειτο να εγχειριστούν, προκειμένου, μέσω της έκστασης να αντιμετωπίσουν τον πόνο της εγχείρισης, που γίνονταν χωρίς αναισθητικό.
Πέρασαν αρκετοί αιώνες για να μπορέσει να ξανασυνδεθεί το θέατρο με τη θεραπεία. Στις αρχές του περασμένου αιώνα ένας φωτισμένος ιατρός, ο Moreno, ανακάλυψε το ψυχόδραμα, το οποίο εφάρμοζε στους ψυχικά αρρώστους ασθενείς του διαπιστώνοντας πόσο ωφέλιμο ήταν το θέατρο στη θεραπεία τους.
Η Δραματοθεραπεία, με τη μορφή που έχει σήμερα, είναι επινόηση του 20ου αιώνα και εμφανίζεται σχεδόν παράλληλα με τις άλλες μορφές ψυχοθεραπειών μέσω τέχνης, στις οποίες και ανήκει (χοροθεραπεία, μουσικοθεραπεία, θεραπεία μέσω των εικαστικών κ.ά).
Το άτομο που ακολουθεί μία δραματοθεραπευτική ψυχοθεραπεία συμμετέχει ολόκληρο, με το σώμα, τη φωνή, τον λόγο, τη φαντασία και την επινοητικότητά του. Υπό αυτή την έννοια, η Δραματοθεραπεία ανήκει στις ολιστικές μεθόδους θεραπείας.
Μπορεί να εφαρμοστεί σε όλους τους πληθυσμούς, είτε ως αυτόνομη μέθοδος, είτε ενταγμένη μέσα στο θεραπευτικό σχεδιασμό ενός νοσηλευτικού προγράμματος. Μοναδική εξαίρεση αποτελούν τα άτομα που πάσχουν από σοβαρά κινητικά προβλήματα. Εφαρμόζεται επίσης τόσο σε ομαδικό επίπεδο, όσο και σε ατομικό.
Η Δραματοθεραπεία είναι μία μέθοδος ψυχοθεραπείας που πέραν του λόγου υπάρχει και η μεσολάβηση μίας πράξης. Αυτές οι πράξεις είναι συμβολικά προϊόντα που παράγονται κατά τη διάρκεια κάθε συνεδρίας και βοηθούν στην απελευθέρωση ασυνείδητου και καταπιεσμένου υλικού του ψυχισμού του δρώντος προσώπου.
Οι πράξεις που συντελούνται κατά τη διάρκεια των συνεδριών και τα συμβολικά προϊόντα τους, προκύπτουν από μία πλούσια γκάμα τεχνικών που εισάγει ο δραματοθεραπευτής. Οι τεχνικές αυτές επιλέγονται ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του πληθυσμού και του θεραπευτικού αιτήματος. Εφαρμόζεται σε ενήλικα υγιή άτομα που στόχος τους είναι η αυτογνωσία και η προσωπική εξέλιξη, σε νευρωσικούς ασθενείς που ταλαιπωρούνται από εσωτερικές συγκρούσεις, με στόχο την απαλλαγή από τον μάταιο πόνο, σε καταθλιπτικούς, τους οποίους η μέθοδος κατορθώνει να κινητοποιεί, σε εξαρτημένους, κρατούμενους φυλακών, μετανάστες, στους οποίους ο στόχος είναι η θεραπεία, ενίοτε, και η ένταξη ή επανένταξη στο κοινωνικό σύνολο και σε πολλούς άλλους. Τελευταία, το δράμα, ως μεσολάβηση, δεν χρησιμοποιείται μόνο με στόχο τη θεραπεία αλλά και την πρόληψη ή την εκπαίδευση.
Οι τεχνικές που χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια των συνεδριών μπορούν να είναι παιχνίδια ρόλων και αυτοσχεδιασμοί, σωματικά γλυπτά, παιχνίδια επινόησης, κατασκευή αντικειμένων και μασκών, κατασκευή ιστοριών και αναρίθμητες άλλες. Τα θέματά τους μπορεί να προέρχονται από τα όνειρα, τα παραμύθια, το θέατρο, τις μυθολογίες, ή γεγονότα από τη ζωή των ατόμων που συμμετέχουν.
Τα θεραπευτικά αποτελέσματα επιτυγχάνονται μέσω της συνειδητοποίησης των κρυφών πλευρών του εαυτού, της απόστασης που επιτυγχάνεται μέσω του ρόλου και της μεταφοράς που επιτρέπει την ενασχόληση με δύσκολα και οδυνηρά θέματα της ζωής του συμμετέχοντος. Καθώς οι πράξεις έχουν πρωτίστως έναν παιγνιώδη χαρακτήρα, η διαδικασία της θεραπείας βιώνεται κατά των πλείστων, ως μία ευχάριστη διαδρομή, ως ένα πολύχρωμο ταξίδι αυτογνωσίας και ψυχικής ανάτασης.
Η Δραματοθεραπεία στα παιδιά (Παιγνιοθεραπεία)
Στα παιδιά η Δραματοθεραπεία ονομάζεται Παιγνιοθεραπεία. Πρόκειται ουσιαστικά για την ίδια μέθοδο, που είναι προσαρμοσμένη στην εξελικτική φάση των παιδιών.
Η παιγνιοθεραπεία είναι από τις πιο ελκυστικές μεθόδους ψυχοθεραπείας για το παιδί, καθώς το παιχνίδι, ως μέσον θεραπείας, είναι η βασική και φυσική ενασχόληση του.
Η ηλικία που ένα παιδί μπορεί να συμμετέχει σε μία παιγνιοθεραπευτική συνεδρία είναι περίπου τα τρία χρόνια. Και αυτό γιατί το παιδί πρέπει εξελικτικά να έχει καταφέρει να αναπτύξει την αναπαράσταση, τον λόγο και άρα ένα πρώτο στάδιο συμβολικής σκέψης.
Το αίτημα και στα παιδιά μπορεί να μην είναι απαραίτητα ψυχοθεραπευτικό. Η παιγνιοθεραπεία βοηθά στην ανάπτυξη της κοινωνικής και συναισθηματικής ευφυΐας. Μπορεί να είναι ένας εξαιρετικός δρόμος μάθησης κοινωνικών δεξιοτήτων και να διευκολύνει την συναισθηματική εξέλιξη του παιδιού.
Ως θεραπευτικό μέσον, η παιγνιοθεραπεία μπορεί να έχει εξαιρετικά αποτελέσματα σε παιδιά επιθετικά, ψυχωσικά, αποσυρμένα και εσωστρεφή, «τεμπέλικα», με υπερκινητικό σύνδρομο, με διάσπαση της προσοχής, ψυχικούς τραυματισμούς ή άλλες κοινωνικές δυσκολίες.
Στις περιπτώσεις που το παιδί είναι επιθετικό, η μέθοδος δρα με έναν τρόπο που εξαγνίζει, καθώς δίνει την δυνατότητα στο παιδί να εκφορτίσει την έντασή του στην θεραπευτική πράξη. Δεν πρόκειται όμως για μία απλή εκφόρτιση. Μέσω της πράξης το παιδί παράγει ένα προϊόν, το οποίο είναι πλούσιο σε συμβολισμούς. Έτσι, ξεκινάει ένας διάλογος του παιδιού με αυτό, ή πάνω σε αυτό, και σταδιακά η επιθετικότητα αρχίζει να μετατρέπεται σε δημιουργικότητα. Θυμίζουμε την θεωρία του Freud για τους δύο δρόμους που μπορεί να έχει η ενέργεια να επιλέξει: το δρόμο του έρωτα ή του θανάτου. Ο έρωτας σύμφωνα με τη Φροϋδική θεωρία αναφέρεται στην ικανότητα για δημιουργία, ενώ ο θάνατος αφορά στις καταστροφικές ή αυτοκαταστροφικές τάσεις του ανθρώπου.
Σε παιδιά που αντιμετωπίζουν κοινωνικά προβλήματα, η παιγνιοθεραπεία φέρει γρήγορα και σταθερά αποτελέσματα. Το παιδί μέσω του παιχνιδιού στις συνεδρίες, θα κληθεί «να μπει στα παπούτσια» του άλλου. Να λειτουργήσει ως ο άλλος και να δει, να αισθανθεί και να κατανοήσει τον κόσμο μέσα από τα μάτια του. Ο άλλος μπορεί να είναι, ανάλογα με την περίπτωση, ο γονιός, το αδερφάκι που ζηλεύει, οι συμμαθητές που τον απορρίπτουν. Αυτή η διαδικασία είναι εξαιρετικά γόνιμη και επιφέρει μεγάλη κοινωνική γνώση στο παιδί ενδυναμώνοντας του την ενσυναίσθηση, την ικανότητά του δηλαδή να μπαίνει στη θέση του άλλου και να τον καταλαβαίνει.
Παιδιά εσωστρεφή, μελαγχολικά, αποσυρμένα μπορούν μέσω της παιγνιοθεραπείας να κινητοποιηθούν, να αναπτύξουν την αυτοπεποίθησή τους και να διεκδικήσουν να γίνουν μέλη της σχολικής παρέας αναπτύσσοντας ισότιμες σχέσεις με τους συνομιλήκους.
«Τεμπέλικα» παιδιά δεν υπάρχουν εκ γενετής. Γίνονται εξαιτίας πολλών και διαφορετικών αιτιών. Μέσω της παιγνιοθεραπείας, μπορούν να αναπτύξουν δεξιότητες που τους ήταν άγνωστες ως τότε, και να επιλύσουν συγκρούσεις που τα αναγκάζουν σε μια παθητική στάση ζωής και να αυξήσουν τη δημιουργικότητά τους.
Σε παιδιά με κακοποίηση ή άλλους ψυχικούς τραυματισμούς, δίνεται η δυνατότητα επούλωσης των τραυμάτων μέσω μιας παιγνιώδους διαδικασίας και ενδυνάμωσης του ψυχισμού.
Τέλος, στα παιδιά το δράμα δίνει τη δυνατότητα μάθησης, ανάπτυξης της δημιουργικότητας αλλά και πρόληψης για την υγιή ανάπτυξη στα επόμενα χρόνια.
Η Δραματοθεραπεία στους εφήβους
Η Δραματοθεραπεία στους εφήβους έχει ως βασικό στόχο τη βοήθεια στην προσπάθεια που κάνει ο έφηβος να δομήσει την ταυτότητά του. Η εφηβεία ως βασικό της μέλημα έχει να κάνει με την διαμόρφωση της ταυτότητας. Ο έφηβος απομυθοποιεί τους γονείς, στρέφεται έξω από την οικογένεια για να βρει νέα πρότυπα και κοινωνικές σχέσεις. Όλα γίνονται μέσω της δοκιμής και του πειραματισμού και βάση των εμπειριών στην οικογένεια του.
Η Δραματοθεραπεία δίνει την ευκαιρία, σε ένα ασφαλές περιβάλλον, να δοκιμάσει ο έφηβος πολλούς ρόλους, να επιλέξει αυτούς που του ταιριάζουν και που του είναι ωφέλιμοι και να εγκαταλείψει άλλους που είναι δυσλειτουργικοί ή δεν του ταιριάζουν.
Παράλληλα, η δραματοθεραπεία στους εφήβους λειτουργεί ως μέσον αυτογνωσίας με τον ίδιο τρόπο που το επιτυγχάνει και στους ενήλικες. Πρόκειται για μία διαδικασία ψυχικής ανακάλυψης, κατά την οποία ακόμη και τα στοιχεία της προσωπικότητας που μπορούν να φαίνονται αντίθετα, καταφέρνουν να γίνουν μία αρμονική σύνθεση, χαρίζοντας ψυχική ηρεμία στο άτομο.
Η μέθοδος έχει ήδη αναγνωριστεί διεθνώς, ως μία από τις καταλληλότερες για εφήβους με προβλήματα συμπεριφοράς ή τους λεγόμενους «υψηλού κινδύνου». Σε αυτούς η παθογένεια βρίσκεται στη σχέση τους με το κοινωνικό. Το δράμα, κατεξοχήν κοινωνική δραστηριότητα, τους δίνει την ευκαιρία να κοινωνικοποιηθούν, μετατρέποντας τα περιθωριακά στοιχεία της προσωπικότητάς τους σε «εναλλακτικά» κάτι που μπορεί συχνά να μετατρέψει τα άτομα αυτά από απολωλότα πρόβατα σε καινοτόμα και πρωτοπόρα και άρα να είναι αποδεκτά και προσφιλή από το κοινωνικό σύνολο.
Η Δραματοθεραπευτική εμπειρία στους εφήβους γίνεται έτσι μία πολύτιμη «πρόβα ζωής», εξαιρετικά χρήσιμη για τη δόμηση μιας πολυδιάστατης ταυτότητας χωρίς συγκρούσεις.