Το θέατρο είναι η καλύτερη ενσάρκωση της άλλης σκηνής
Andr
é Green

02 June 2011

H κατάθλιψη στην οικογένεια του εφήβου εξαρτημένου και η δραματοθεραπευτική παρέμβαση

(Απο την ανακοίνωση "Η κατάθλιψη στην εφηβική τοξικοεξάστηση" που παρουσιάστηκε στο 7ο Πανελλήνιο Παιδοψυχιατρικό Συνέδριο,  Χαροκόπειο, 27-29 Μαΐου 2011)



Τοξικοεξάρτηση ή τοξικομανία είναι οι  δύο όροι που ορίζουν το ίδιο φαινόμενο σωματικής και κυρίως ψυχολογικής έξης από τις ουσίες, νόμιμες ή παράνομες.  Οι λέξεις ως φορείς νοήματος, έρχονται για να αλληλοσυμπληρώσουν και να επενδύσουν νοηματικά την πραγματικότητα. 
Έτσι, η ευρεία έννοια της εξάρτησης έρχεται να φωτίσει και να διευρύνει το νόημα καθώς από την εξάρτηση από τις ουσίες μας παραπέμπει και στην εξάρτηση του υποκειμένου από την οικογένεια. Από την άλλη, η έννοια της μανίας, μας πηγαίνει τόσο στο παρελθόν-στην ιερή μανία της αρχαίας Ελλάδας-όσο και στη σημερινή κλινική ορολογία- όπου η μανία αποτελεί τον έναν από τους δύο πόλους στη διπολική διαταραχή έχοντας απέναντί της την κατάθλιψη.
Σκοπός της συγκεκριμένης εργασίας είναι να εξετάσουμε περισσότερο την υπόθεση ότι πίσω από κάθε εξάρτηση, υπάρχει καταθλιπτικό υπόβαθρο, που δεν αφορά μόνο τον ίδιο τον εξαρτημένο, αλλά ολόκληρη την οικογένειά του. Η υπόθεση της συλλογικής κατάθλιψης βασίζεται σε μία έρευνα που αναζητούσε κοινές παραμέτρους της εξάρτησης στις οικογένειες των εξαρτημένων, με σκοπό τη συστημική κατανόηση του ατομικού συμπτώματος και την κλινική αντιμετώπισή της μέσω της δραματοθεραπευτικής μεθόδου. Στο τελευταίο μέρος της παρουσίασης θα  ήθελα να σας παρουσιάσω τα πλεονεκτήματα και τους μηχανισμούς της συγκεκριμένης μεθόδου στους έφηβους εξαρτημένους.
Ο συσχετισμός της κατάθλιψης και της τοξικοεξάρτησης στους εφήβους έχει υποστηριχθεί από πολλούς κλινικούς (Αλεξανδρίδης, Αμπατζόγλου 2004, Corcos, Jeammet  2005 ). Αναφέρεται κυρίως στην έννοια της θεμελιώδους κατάθλιψης του Marty (1967), της οποίας τα κυριότερα χαρακτηριστικά είναι ότι δεν υπάρχουν αντικείμενο και συνειδητή ενοχή, ενώ το ναρκισσιστικό τραύμα σωματοποιείται.   
Βέβαια, το φαινόμενο της τοξικοεξάρτησης είναι πολυπαραγοντικό και όπως αναφέρουν οι Αssoun, Μάτσα (2004) κ.ά. δεν αποτελεί ως τέτοιο αποκλειστικά μία ψυχοπαθολογία, καθώς πρόκειται για μία πρακτική, όπου η παθογένεια του ατομικού συναντά αυτήν του κοινωνικού. Γιατί πολλοί είναι οι έφηβοι που δοκιμάζουν ουσίες, 17.9% του σχολικού πληθυσμού (σύμφωνα με έρευνα του Ε.Π.Ι.ΨΥ.)  αλλά  λιγότεροι από τους μισούς θα εξαρτηθούν.
Σήμερα πια, σχεδόν όλοι αναγνωρίζουμε ότι η οικογενειακή δομή και δυναμική παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στη γένεση και εγκατάσταση της τοξικοεξάρτησης. Αυτή η επίδραση φαίνεται να ενισχύεται ακόμη περισσότερο όταν ο εξαρτημένος είναι έφηβος. Έτσι, όλα σχεδόν τα προγράμματα έχουν εντάξει πρόγραμμα οικογένειας με στόχο την στήριξη αλλά και τη θεραπεία των παθογόνων χαρακτηριστικών της.
Η έρευνα που θα σας παρουσιάσω είναι ακόμη εν εξελίξη, με στόχο την εξέταση μέσα στο χρόνο. Εντούτοις τα δεδομένα αναφέρονται στην περίοδο 1997-2000, στον συγκεκριμένο πληθυσμό των μελών του Συλλόγου Αντιμετώπισης Τοξικοεξάρτησης (Σ.Α.Τ) που απαρτιζόταν από μέλη οικογενειών εξαρτημένων που αναζητούσαν στήριξη και θεραπεία.
Στα δημογραφικά στοιχεία τους δεν μπορούσαμε να δούμε κάποια ομοιογένεια ή ιδιαιτερότητα σε σχέση με τον υπόλοιπο πληθυσμό, καθώς αποτελούσαν μία μικρογραφία της ευρύτερης κονωνικής πραγματικότητας. Οι περισσότεροι από τους γονείς ήταν απόφοιτοι λυκείου, μικροαστικών και μέσων στρωμάτων με κάποιες ελάχιστες εξαιρέσεις πολύ ευκατάστατων και προλεταρίων. Η συντριπτική τους πλειοψηφία κατοικούσε στην Αθήνα (αφού εκεί ήταν και η έδρα του συλλόγου) ενώ η συντριπτική πλειοψηφία καταγόταν από την επαρχία. Το ποσοστό των διαζυγίων (15%) ήταν ελαφρώς μικρότερο από αυτό του γενικού πληθυσμού (17% κατά την περίοδο της συλλογής των δεδομένων), καταρρίπτωντας το μύθο που θέλει τους έφηβους εξαρτημένους να προέρχονται από διαλυμμένες οικογένειες.
Το δείγμα της έρευνας απαρτίστηκε από 75 υποκείμενα· εξ’αυτών,  οι 73 ήταν γονείς, ένα σύζυγος (γυναίκα) και ένα αδελφή. Το 73% των γονέων ήταν μητέρες, ενώ μόνο στο 20% συμπεριλήφθηκαν και οι δύο γονείς.
Στο μεθοδολογικό σχεδιασμό της έρευνας χρησιμοποιήθηκαν οι τεχνικές του γενεογράμματος (χωρίς διάρκεια χρόνου) και της αφήγησης ζωής (έχοντας ένα όριο χρόνου 40΄).
Κατά το γενεόγραμμα ζητήθηκε από τα υποκείμενα να συμπεριλάβουν τα μέλη της οικογένειας από τους παπούδες τους (προππαπούδες των εξαρτημένων) ως τα εγγόνια τους (αν υπήρχαν) και να καταγράψουν/απεικονίσουν τα μικρά ονόματα, θανάτους, διαζύγια, εκτρώσεις και αποβολές, τόπους καταγωγής (για πολιτισμικές επιδράσεις). Επίσης απεικονιζόταν η αδελφική σειρά. Τέλος, τους ζητήθηκε να σημειώσουν με αστερίσκο τις ιδιαιτερότητες που διέκριναν (υποκειμενικά) σε κάποια από τα μέλη και αναφέρθηκαν σε αυτές.
Στην αφήγηση ζωής, αφηγούνταν τη ζωή τους από τη γέννηση ως τη στιγμή της έρευνας μέσα σε σαράντα λεπτά χωρίς παρεμβάσεις.

Αποτελέσματα
•       60% του δείγματος ανέφερε απουσία (ή ανεπάρκεια) μητρικής φροντίδας
•       Δυσλειτουργική σχέση συζύγων, 40% των γάμων είχαν επέλθει υπό την πίεση του περιβάλλοντος
•       70% ανέφεραν μετανάστευση (εσωτ. ή εξωτερική) για λόγους επιβίωσης των ίδιων ή της προηγούμενης γενιάς
•       50% η εξάρτηση αφορά και άλλα μέλη της ευρύτερης οικογένειας σε διάφορες μορφές της (π.χ. αλκοόλ, τζόγος)
•       30% των ίδιων των εξαρτημένων είχαν μαθησιακές δυσκολίες που είχαν παραμείνει χωρίς διάγνωση στο σχολείο για μεγάλο χρονικό διάστημα ή για πάντα
•       10% των οικογενειών είχαν κάποιο μέλος που αυτοκτόνησε
•       25% βία στην οικογένεια (στην περίπτωση των κοριτσιών εξαρτημένων, το ποσοστό ανεβαίνει στο  75%)
•       38% έκαναν χρήση ηρεμιστικών, αντικαταθλιπτικών-κυρίως οι μητέρες
•        65% Πρόωρος θάνατος κάποιου σημαντικού οικογενειακού μέλους
•       80% Αναφορά σε κάποιον πρόγονο-συνήθως τον παππού ή τον πατέρα που είχε τον ρόλο του «αντάρτη»
•       80% Ο πατέρας παρουσιάζεται  συναισθηματικά απών (λόγω εργασίας, ιδρυματισμού, καφενείου, εξάρτησης, ψυχ. ασθένειας)
•       20% ασθένεια του ίδιου του εξαρτημένου ή αδελφού κατά την παιδ. ηλικία
•       25% ύπαρξη ψυχοπαθολογίας (με νοσηλεία ή φαρμακευτική αγωγή) σε κάποιο άλλο μέλος
•       70% το όνομα του εξαρτημένου μέλους αναφερόταν είτε σε κάποιον αντι-ήρωα (παππού συνήθως) είτε σε ένα νεκρό που είχε πεθάνει πρόωρα.

Τα παραπάνω αποτελέσματα-παράγοντες κινδύνου, βρίσκονταν σε συνδυασμό περισσότερα μαζί, φτιάχνοντας την ειδική μεμονομένη περίπτωση του κάθε εξαρτημένου και της οικογένειάς του.  
Επίσης, η επίδραση αυτών των παραγόντων ενδυναμώνεται από τον συνδυασμό τους, καθώς το βίωμα, π.χ. της απουσίας της μητρικής φροντίδας, που μαρτυρούν περισσότερο οι μητέρες των εξαρτημένων, ενισχύεται δραματικά από ένα γεγονός μετανάστευσης για λόγους επιβίωσης, καθώς ο κοινωνικός ιστός του τόπου καταγωγής ενδέχεται να αναπληρώνει την απουσία της μητέρας κάτι που δεν συμβαίνει με την άφιξη στη μεγάλη πόλη.
Βλέπουμε ένα συνολικά δυσφορικό οικογενειακό περιβάλλον, με λιγότερο ή περισσότερο, ανάλογα συμπτώματα με του εξαρτημένου. Μόνο που εκείνος, μέσα από την εξάρτησή του από τα ναρκωτικά εμφανίζει τα προβλήματα με έναν τρόπο κραυγαλέο στρέφοντας το ενδιαφέρον του συνόλου για την αναζήτηση λύσης.
Τη δυσανεξία της έλλειψης και του αποχωρισμού δεν την έχει μόνο ο εξαρτημένος, αλλά όλη η οικογένεια (ιδιαίτερα αν ο γονιός έχει βιώσει ο ίδιος γονεϊκή απουσία) η οποία πρώτα από όλα δυσκολεύεται να αφήσει το μέλος της να ενηλικιωθεί και να τραβήξει τον προσωπικό του δρόμο.
Έτσι, ο εξαρτημένος συνθλίβει την επιθυμία του. Στη θέση της επιθυμίας εγκαταθίσταται η ανάγκη. Μην επιθυμώντας, ο έφηβος αναχαιτίζει τη σεξουαλική του εξέλιξη και καταστρέφει τον άλλο, την ετερότητα. Έτσι παύει να πονάει από την απουσία του άλλου.  Το πρόταγμα της ανάγκης, ως  pattern συμπεριφοράς, φαίνεται να αναπαράγεται  διαγενολογικά, μέσω του μηχανισμού της ταύτισης με τους προγόνους-«βιοπαλαιστές» και «επιζήσαντες».
Όμως η παγίδα της απουσίας της επιθυμίας είναι διπλή. Επιφέρει την καταστροφή των αντικειμένων και αναχαιτίζει και τη δική του εξατομίκευση.  Γιατί  η επιθυμία συνδέεται με τη βούληση κι αυτή με την οργάνωση της προσωπικής ταυτότητας. Η απουσία της επιθυμίας, κοινό χαρακτηριστικό στους καταθλιπτικούς, φαίνεται να συνδέεται με την πτώχευση της αναπαραστασιακής ικανότητας, κάτι που επιβεβαιώνεται και από την εμπειρία της χορήγησης Rorschach (όπου οι καταθλιπτικοί δίνουν χαμηλό αριθμό απαντήσεων και φτωχό σε ποικιλία περιεχόμενο). Αντίθετα η κάλυψη της ανάγκης φαίνεται να διέπεται από μεγαλύτερο αυτοματισμό.
Συνεπώς, η ενσωμάτωση με την ουσία είναι ανάλογη με την ενσωμάτωση με τη μητέρα, κατά τους πρώτους μήνες πριν το στάδιο του καθρέφτη και την αναγνώριση των ορίων του εαυτού. Το γάλα ναρκώνει το βρέφος και το ρίχνει στον ύπνο παρηγορώντας το. Η ουσία επενδύεται μεταβιβαστικά με παντοδύναμες ιδιότητες, και η ενσωμάτωσή της θυμίζει θρησκευτικά τελετουργικά, όπως αυτό της θείας κοινωνίας και την ένωση με το συμπαντικό. Είναι το καλό και το κακό στήθος, η καλή και κακή τροφή, κατά την Κλαϊνική θεωρία.
Ο χρόνος, στην εξάρτηση, φαίνεται να σταματά, όμως ο κόσμος γύρω κινείται. Ο εξαρτημένος μένει κολλημένος χωρίς να εξελίσσεται για όσα χρόνια διαρκεί η εξάρτησή του. Σαν τον Πήτερ Παν που αρνείται να μεγαλώσει και ψάχνει μητέρα για τη χώρα του Ποτέ. Και οι δύο αρνούνται τη δέσμευση με τον άλλον και γιαυτό δε μεγαλώνουν. Πίσω από αυτή την άρνηση βρίσκεται η διατήρηση του ρόλου του παιδιού-ή μάλλον του εφήβου με την ψευδαίσθηση της ελευθερίας που χαρίζει το πέταγμα με τη χρυσόσκονη-ουσία.
Βλέπουμε πόσο ένα παραμύθι-μία από τις πηγές συμβόλων που αξιοποιεί η δραματοθεραπευτική μέθοδος- μπορεί να μας μεταφέρει στην προβληματική του εξαρτημένου με έναν έμμεσο τρόπο που δεν αγγίζει απευθείας το τραυματικό αλλά το πραγματεύεται δίνοντας την ευκαιρία για ψυχικό μεταβολισμό.
Ο εξαρτημένος έχει αναλάβει κάποιους ρόλους που έχουν υιοθετηθεί μέσα στην οικογένεια και στην ελλειπή κοινωνικοποίησή του και παρόλο που αυτοί οι ρόλοι βοηθούν την οικογένεια να διατηρήσει τη συνοχή και τη δυναμική της, είναι δυσλειτουργικοί για τον ίδιο τον εξαρτημένο. Πρόκειται για ρόλους προγόνων,  του αντι-ήρωα, του αντισυμβατικού-αντάρτη, του παραβάτη, του περιθωριοποιημένου-απόβλητου, του καλού ή κακού παιδιού, του επιζήσαντα, του θύτη ή/και θύματος, του Μεσσία, του ασθενή, του ξένου, του «φευγάτου», του καταπιεσμένου, του αδικημένου και του ανικανοποίητου.
Μέσα από τη δραματοθεραπεία, οι ρόλοι αυτοί δοκιμάζονται, μεγενθύνονται πάνω στη σκηνή, παρουσιάζεται ξεκάθαρα η δυσλειτουργικότητά τους και η βλάβη που προκαλούν στο άτομο. Δουλεύοντας με τη μάσκα (των ρόλων και των προσωπείων) αποσκοπούμε πρωτίστως στην ανάδυση του προσώπου, στην οργάνωση της ταυτότητας, δηλαδή στη βασική προϋπόθεση για την αναζήτηση της αυτονομίας, με έναν τρόπο που παρέχει ασφάλεια, καθώς δεν πάει με αμεσότητα στο τραυματικό.
Η έννοια της πίστης είναι ανύπαρκτη στους εξαρτημένους εφήβους. Τα οικογενειακά πρότυπα είναι αφερέγγυα και χωρίς κύρος, η οικογενειακή δυναμική διακατέχεται από συμμαχίες  και αντιπαλότητες ανάμεσα στα μέλη της, ενώ το κλίμα της καχυποψίας, της κρυψίνοιας και των οικογενειακών μυστικών έχει καταστρέψει τις προϋποθέσεις πίστης προς τον άλλο και τον εαυτό.
Γνωρίζουμε ότι η αίσθηση της ασφάλειας όπως και η εμπιστοσύνη τόσο προς τον άλλον, όσο και η πίστη προς τον εαυτό ξεκινούν από την πρωταρχική σχέση με τη μητέρα κατά τη βρεφική ηλικία. Στις συναλλαγές της μητέρας με το βρέφος εκείνη την περίοδο το σώμα παίζει σημαντικό ρόλο. Η εμπειρία της περίεξης του βρέφους είναι μία ψυχοσωματική εμπειρία. 
Κατά τη δραματοθεραπευτική συνεδρία το σώμα του εξαρτημένου ενεργοποιείται και έρχεται σε επαφή και με τα άλλα σώματα των μελών της ομάδας.  H Sue Jennings (2007) απέδειξε πως η δραματοθεραπευτική δουλειά με τους έφηβους Ρουμάνους που ζουν στους υπονόμους του Βουκουρεστίου είναι σε θέση να αναπτύξει νευρολογικές περιοχές του εγκεφάλου που επιδρούν στο αίσθημα εμπιστοσύνης και το σχετίζεσθαι.    
Στη δραματοθεραπευτική σκηνή, δίνεται έμφαση στην πράξη, καλείται ο εξαρτημένος να δράσει, να παράξει ένα έργο, να παρουσιάσει κάτι σε κάποιον θεατή (θεραπευτή ή ομάδα). Ο εξαρτημένος επικοινωνεί με συνεχή περάσματα στην πράξη, καθώς η ένταση των ενορμήσεών του τον κάνουν εξαιρετικά παρορμητικό. Οι πράξεις αυτές συνήθως του φέρουν προβλήματα, εντούτοις, στοχεύουν στην εκφόρτιση αυτής της έντασης. Από την άλλη, τείνει να θεωρεί και όχι να πράττει. Ο λόγος του είναι ρηχός συναισθηματικά, καθώς η ουσία έχει καταφέρει να νεκρώσει κάθε συναίσθημα, και τείνει προς την απόμακρη συναισθηματικά γενικολογία. Σε αυτό συμβάλλει δραματικά το μεγάλο αναπαραστασιακό έλλειμμα.  Οι πράξεις του κυρίως καταναγκαστικές ή, παρορμητικές-περάσματα σε πράξη- καλούνται να μετασχηματιστούν σε πράξεις γεμάτες νόημα πάνω στη δραματοθεραπευτική σκηνή.  Έτσι, αφενός δίνεται η ευκαιρία της αποκατάστασης της ψυχικής οικονομίας,  αφετέρου δίνεται μία εξαιρετική ευκαιρία επεξεργασίας του συμβολικού νοήματος.
Αρχικά η σκηνή τρομάζει τους ναρκισσιστικά ελλειμματικούς έφηβους εξαρτημένους. Κάθονται στα μαξιλάρια, ή μάλλον αφήνουν το ταλαιπωρημένο σώμα τους εκεί και προτιμούν να μην κουνηθούν καθόλου.  Αυτή η μετακίνηση δεν αφορά μόνο στο σώμα. Πρόκειται κυρίως για ψυχική μετακίνηση, για την ικανότητα να δει την πραγματικότητα  μέσα από τα μάτια και το βίωμα του άλλου (μία διαδικασία που απαιτεί ενσυναίσθηση αλλά και ψυχική ευελιξία) κι ο εξαρτημένος στην αρχή δυσκολεύεται να παίξει ρόλους έξω από τον εαυτό του.   Όμως, οι τεχνικές της μεθόδου είναι ανεξάντλητες και δουλεύουμε σταδιακά μέχρι να επιτευχθεί αυτή η μετακίνηση από το μαξιλάρι στη σκηνή και από τα δικά του παπούτσια, στα παπούτσια του ρόλου.
Το πέρασμα από τη θέση του παρατηρητή των πραγμάτων στη θέση του ενεργού δράστη ξεκινά από τη δραματοθεραπευτική σκηνή. Η έκθεση στη σκηνή είναι μία εξαιρετικά δυνατή εμπειρία που δυναμώνει το εγώ σε κάθε συνεδρία και αναγνωρίζεται η ταυτότητα. Από την άλλη, τα όρια της σκηνής, αλλά και της διαδικασίας προσφέρουν ικανοποιητικά την περίεξη των υποκειμένων δίνοντάς τους την ευκαιρία να αναγνωρίσουν την ασφάλεια που τους παρέχει η τήρηση του νόμου και των ορίων.  
Σταδιακά επιτυγχάνεται η παραγωγή αναπαραστάσεων στο υποκείμενο και μειώνεται η δυσανεξία της ματαίωσης. Γιατί, φαίνεται πως το χάσμα στο φαντασιακό συνδέεται και με τη δυσκολία να αντιμετωπίσει την έλλειψη, τον αποχωρισμό. Ας θυμηθούμε τον εγγονό του Φρόυντ με το παιχνίδι με την κουβαρίστρα, που μέσα από την αναπαράσταση, το παιχνίδι και τη συμβολοποίηση επιχειρούσε έναν τρόπο μεταβολισμού του άγχους αποχωρισμού της μητέρας.
Η επίτευξη αυτής της επανόρθωσης, ή δημιουργίας, γίνεται χάρη στο σύμβολο που παρέχει η τέχνη, ο μύθος, η λαϊκή παράδοση. Αυτό είναι που συνδέει. Είναι αυτό που θα επιτρέψει την αναδόμηση του όλου, του σώματος και του ψυχισμού. Θα επιτρέψει, επίσης, την ανάδυση νοήματος και την επεξεργασία. Από την άλλη, το σύμβολο, ως συμβολή από κοινού, λειτουργεί ως μέσο κοινωνικοποίησης και σύνδεσης του περιθωριοποιημένου εφήβου με το συλλογικό φαντασιακό.
Η μεταφορά μέσω των συμβόλων  καταφέρει να επανασυνδέσει με τρόπο εξαιρετικά αποτελεσματικό τις ενορμήσεις της ζωής και του θανάτου. Η σύνδεση παίρνει τη θέση της αποσύνδεσης που είχε εγκατασταθεί σε όλα τα επίπεδα της ζωής του εξαρτημένου. Το σώμα επανέρχεται στην ολότητά του και αναγνωρίζεται η έλλειψη του, η σεξουαλική του ταυτότητα,  χάρη στην οποία αναζητείται το έτερον ήμισι κι επιτρέπεται η ανάδυση του έρωτα-της αναζήτησης του άλλου.
Το κενό από τη μαύρη τρύπα που ρουφούσε το υποκείμενο μετατρέπεται σε χώρο που γεμίζει νόημα.  Το νόημα της κάθε δράσης, της κάθε συνεδρίας, υφαίνεται στο σύνολο της θεραπείας του και καταλήγει στη δημιουργία του προσωπικού νοήματος για τον κάθε εξαρτημένο. Το προσωπικό νόημα, στοιχείο  υποκειμενοποίησης, είναι αυτό που θα γεννήσει την επιθυμία, κινητήρια δύναμη της ζωής.  Έτσι,  ο εξαρτημένος καλείται να αφήσει το ρόλο του απεσταλμένου (αντί) ήρωα-που υπακούει στην επιθυμία άλλου, για ρόλους πιο ώριμους που εκτός από την ευθύνη συμπεριλαμβάνουν και την ισχύ. 

 «Θέλω να ξεχαστώ. 
Διεκδικώ την λήθη. Το μόνο που διεκδικώ. 
Το τίποτα. Όσο είμαι σώμα τόσο είμαι λήθη. 
Είμαι όσο είμαι το σώμα μου. Όχι περισσότερο. 
Δεν θέλω περισσότερο. 
Εκεί που τελειώνει το σώμα μου τελειώνω κι εγώ»

Δημήτρης Δημητριάδης «Λήθη».


Βιβλιογραφία
Andolfi, M.,Angelo C., De Nichilo Andolfi, M., (1990), Temps et mythe en psychothérapie familiale, Paris: ESF.
Bettelheim B. (1971), Les blessures symboliques, Paris: Gallimard.
Corcos M., Jeammet Ph. (2005), Les depressions a l’adolescence, Paris :Dunod.
De Mijolla, A., (2003), Les visiteurs du Moi : Fantasmes d’identification, Paris : Les belles lettres.
Jennings, S. (2007), Dramatherapy: The global body “A theatre of body and mind”, διάλεξη στο 1ο Συνέδριο Δραματοθεραπευτών και Παιγνιοθεραπευτών Ελλάδας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Μάιος 2007.
Jennings, S. (2011), Healthy attachments and Neuro-Dramatic –Play, London and Philadelphia: Jessica Kingsley Publishers.
Jones P. (1996), Drama as Therapy Theatre as Living, Hove and New York: Routledge.
 Johnson, D., Emunah R. (2000), Current approaches in drama therapy,  Illinois: Charles C Thomas Pub Ltd.
Μαρινοπούλου Μ.-Κεφάλας, Π. (Επιμ.), (2004), Η εξαρτητική διαδικασία. Κείμενα για τη χρήση τοξικών ουσιών, Αθήνα: Χατζινηκολή.
Marty, P.,  (1967), La dépression essentielle, Revue française de Psychanalyse, 1968, t. XXXII, no 3, 595-598.
Μάτσα, Κ., (2001), Ψάξαμε ανθρώπους και βρήκαμε σκιές. Το αίνιγμα της τοξικομανίας, Αθήνα: Άγρα.
Ποταμιάνου, Α. (2008), Τα εναντίον εαυτού, Αθήνα: ΜΕΤΑ.
Stavrou, D., (2010), La méthode de Dramathérapie, séminaire de Perpignan, accessible à: http://drama-mediation.blogspot.com/2010/10/la-methode-de-dramatherapie.html